Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Αναμένοντας...

Εγκυμονώ. Είμαι στις μέρες μου και σύντομα θα γεννήσω. Δεν θα πάρει πολύ, όλα είναι έτοιμα πια, μένει μόνο να περιμένω. Και περιμένω. Η αναμονή είναι δύσκολο πράγμα, εμπεριέχει αγονία, λαχτάρα και κενό χρόνο, σαν να βρίσκεσαι σε κάποια αίθουσα ιατρείου, καθισμένος σε μια καρέκλα, με τις παγερές λάμπες φθορίου να σου κουράζουν την όραση, το νου, κι εσύ να κάθεσαι εκεί να περιμένεις καρτερικά τα καλά ή τα κακά νέα. Θα ήθελες όμως, πολύ να βγεις έξω για ένα τσιγάρο, αλλά διστάζεις, αν γίνει τώρα και το χάσω;

Μπα… όχι ακριβώς, είναι διαφορετικά. Αυτό που περιγράφω παραπάνω, είναι η αναμονή του μελλοντικού πατέρα ή του φιλικού/συγγενικού προσώπου κάποιου ασθενή σε δημόσιο ιατρείο. Δεν είναι το ίδιο, δεν έχει καμία σχέση. Είναι απλά η αναμονή ενός δημιουργού που αδημονεί να δει το έργο του στην τελική του μορφή. Σε αυτή που θα κοινωνήσει με μια μερίδα ανθρώπων. Αυτή την αναμονή μπορείς να την παρομοιάσεις με πολλές άλλες, αλλά, ουσιαστικά, δεν μοιάζει με καμία. Μόνο που καμιά φορά ξεχνιόμαστε… αλλά όχι, τι είναι αυτά που λέω. Είναι απλά σκέψεις που γίνονται κατά τη διάρκεια της αναμονής. Κι ας νομίζεις πως είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα, ουσιαστικά, ποτέ δεν είσαι.

Ο Πικάσο έλεγε πως ποτέ δεν ξέρεις τι θα ζωγραφίσεις αν δεν ξεκινήσεις να ζωγραφίζεις. Άσχετο, αλλά καλό. Ο Μπουκόφσκι έλεγε πως η διαφορά ενός διανοούμενου από έναν καλλιτέχνη, είναι ότι ο διανοούμενος θα πει κάτι απλό με δύσκολο τρόπο, ενώ ο καλλιτέχνης, κάτι δύσκολο με απλό τρόπο. Κι αυτό άσχετο, κι αυτό καλό. Μπορώ να πω κι άλλα καλά άσχετα, όπως για παράδειγμα, το εικαστικό έργο που έφτιαξε ο πεντάχρονος ανιψιός μου με κορδόνια και ξύλα αφού τελειώσαμε το βάψιμο της κουζίνας, κι εγώ θέλοντας να μαζέψω τα υλικά, τόσο απερίσκεπτα και άχαρα, δίχως τύψη καμιά, του το χάλασα, ή για το πώς οι μέλισσες ιδρύουν τις αυτοκρατορίες τους και για το πόσο άδολα ή δόλια ζήσαμε αφήνοντας τα γένια μας ως τα γόνατα, για να μη φαίνεται πόσο παιδιά γινόμαστε όταν τραγουδούμε – όπως έλεγε και ο Τάσος ο Λειβαδίτης, αλλά ας υποθέσουμε πως όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία κι ας εστιάσουμε στο λόγο που σήμερα κάθομαι και γράφω αυτές τις γραμμές.

Ας μου το συγχωρέσει ο φίλος ποιητής Τόλης Νικηφόρου, αλλά από μια συζήτηση που είχαμε για το έργο μας και τη δραστηριότητά μας, προέκυψαν οι παρακάτω σκέψεις, τις οποίες, θέλησα να τις μοιραστώ μαζί σας. Έτυχε λοιπόν, αυτή την περίοδο, να ετοιμάζουμε και οι δυο νέες δουλειές. Ο Τόλης μια ποιητική έκδοση με τίτλο: «Φωτεινά παράθυρα», κι εγώ έναν αχταρμά με ποιήματα και πεζά. Όταν με ρώτησε λοιπόν για το βιβλίο μου, του απάντησα με τα παρακάτω λόγια:

“Ο τίτλος δεν είναι έγερση, αλλά «Χ - έγερση υποσυνειδήτου». Το αγγλικό Χ κάνει παιχνίδι με την προφορά της λέξης «Εξέγερση» και το «υποσυνειδήτου» την τοποθετεί κάπου βαθιά μέσα μας - χωρίς να έχει απαραίτητα πολιτικές προεκτάσεις, αλλά και χωρίς να τις απορρίπτει, χωρίς να γίνεται απαραίτητα συνειδητό, αλλά και χωρίς να χάνεται στο ασυνείδητο. Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα στεγανά με σκοπό την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Ως προοίμιο  για την ουτοπική κοινωνία που ονειρευόμαστε και που πιστεύω πως κάποτε θα έρθει (αισιοδοξία;). Τα ποιήματα πραγματεύονται  την εσωτερική διαμάχη με το «εγώ», προσδοκώντας τη λύτρωση - την έγερση του υποσυνείδητου που αλλάζει μορφή και γίνεται πια συνειδητό. Κανένα ποίημα δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει τον κόσμο - όπως έλεγε και ο Αναγνωστάκης αν θυμάμαι καλά - μπορούν όμως να εκφράσουν μια εποχή, μια μερίδα ανθρώπων, και εί δυνατόν, να αφυπνίσουν. Λες να το πάρει κανείς χαμπάρι; Δεν ξέρω... Άλλωστε, ο σκοπός που κάνουμε τέχνη, είναι πρωτίστως για να λυτρωθούμε εμείς. Από κει και πέρα, τα αφήνουμε ελεύθερα να τραβήξουν το δρόμο τους. Ίσως γι’ αυτό ευχόμαστε στα νέα βιβλία να είναι καλοτάξιδα, όχι μόνο με την έννοια της μεταφοράς τους από τόπο σε τόπο, αλλά ελεύθερα ώς έννοιες, να βρούνε πραγματικούς αποδέκτες και να εξαντλήσουν την όποια αξία τους με τον τρόπο που μόνο αυτά γνωρίζουν. Εμείς, φυσικά και δεν γνωρίζουμε τίποτα.”   

Αλλά νομίζω πως ήδη σας έχω εκμυστηρευθεί πολλά. Ας αφήσουμε λοιπόν να εκδοθεί πρώτα το βιβλίο, κι έπειτα, θα πούμε κι άλλα. Μπορείτε ωστόσο να έχετε μια ιδέα για το πώς πρόκειται να γίνει το εξώφυλλο.