Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Στο καφενείο “Κιμωλία”



Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό… όχι, αυτό δεν είναι δικό μου. Φταίει φαίνεται πως επηρεάστηκα από ένα βαζάκι με λίγες μαργαρίτες που υπήρχαν στο τραπεζάκι του καφενείου που κάθισα και περίμενα τον καφετζή να μου φέρει ένα καραφάκι ρακή. Καθόμουν σε ένα από τα τραπεζάκια που υπήρχαν έξω στον πεζόδρομο με θέα το μικρό πλατεάκι με ορισμένες νεραντζιές κι ένα κυπαρίσσι στο κέντρο, μια μαρμάρινη βρυσούλα και το χλωμό φωτισμό που έδινε μια μυστηριακή εικόνα στο όλο τοπίο.

Υπήρχαν κι άλλοι εκεί. Μια παρέα από ελληνογερμανούς που πότε μιλούσαν τη μια γλώσσα, πότε την άλλη – ηλικιωμένοι, τρεις. Ένας νεαρός, μάλλον φοιτητής ή καθηγητής, που μελετούσε ένα χοντρό βιβλίο κι έχοντας δίπλα του ένα τετράδιο ανοιχτό, που από τον οποίο ζήτησα δυο κόλλες χαρτί για να αποτυπώσω τις σκέψεις αυτές.

Σε λίγο κατέφθασε μια παρέα δύο καθηγητών που γνωριζόμασταν λίγο και μετά τις τυπικές χαιρετούρες, κάθισαν στο διπλανό τραπέζι. 

Στον από πάνω δρόμο υπήρχε ένα φιλικό βιβλιοπωλείο που, καθώς καθόμουν μόνος με τις σκέψεις μου, θέλησα να το επισκεφτώ για λίγο και να πάρω κάποιο βιβλίο ποίησης, αλλά αυτό έγινε αρχικά, πριν πάρω τις 4 σελίδες  από το τετράδιο του διπλανού μοναχικού θαμώνα.

Όλα αυτά μοιάζουν να είναι από άλλη εποχή, όμως δεν είναι. Σκέφτομαι τη δεκαετία του 1920 και τα ποιήματα και πεζά του Κώστα Καρυωτάκη. Και στη δικιά του περίπτωση, ο χρόνος μετρούσε διαφορετικά, αλλά όπως έχουμε ανακαλύψει ή συμπεράνει πολλάκις, ο χρόνος δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει, είναι τελείως σχετικός. Μπορούμε να πούμε πως το πρώτο καραφάκι ρακή έφυγε γρήγορα, το δεύτερο κράτησε πιο πολύ και το τρίτο δεν έχει έρθει ακόμα, οπότε, δεν γνωρίζουμε τη σχετικότητά του με το χρόνο.

Έχω πάρει ένα μαύρο καβουράκι. Δεν το φοράω συχνά. Σκέφτομαι πως πρέπει να το καθιερώσω καθώς τα μαλλιά υποχωρούν επικίνδυνα στους κροτάφους τους οποίους πιάνω συνεχώς. Τι ψάχνω; Τη χαμένη μου νιότη ή απλά ανακαλύπτω τα σημεία του γήρατος  που ου γαρ έρχεται μόνον. Άλλωστε μου πηγαίνει και δεν αλλοιώνει την εικόνα μου. Εξάλλου, η εικόνα μου είναι κάτι που το διαχειρίζομαι καθαρά και μόνον εγώ. Κι αφού ο χρόνος είναι μια ανθρώπινη επινόηση και τις επιταγές της μόδας δεν ακολούθησα ποτέ, δεν με εμποδίζει τίποτα. Κάνω και το κομμάτι μου ως «μοναχικός καλλιτέχνης». Αλλά τι λέμε τώρα αφού το καβουράκι δεν το έχω καν μαζί μου. Ανούσιες σκέψεις ενός κυνικού ονειροπόλου.

Δεν ξέρω πώς μπορώ να καταλήξω αυτό το γραπτό. Δεν κλείνει, είναι απλά μια συνέχεια των σκέψεων που δεν σταματούν ποτέ.