Η παράνοια και η διάνοια τρέφονται από το ίδιο πιάτο. Έναν ευφυή νου που δεν ανέχεται κατεστημένο και δεδομένα, γι' αυτό και τα ανατρέπει.
(Χ-έγερση υποσυνειδήτου)
Η αλήθεια
είναι πως είμαι αντικοινωνικός. Δεν έγινα τώρα, από μικρό παιδί ήμουν. Θυμάμαι μάλιστα,
πως όταν ήμουν στο δημοτικό και όλα τα άλλα παιδάκια έπαιζαν μπάλα, εγώ
προτιμούσα μια γωνία να τους παρακολουθώ και να τραγουδάω. Τι τραγουδούσα; Η ζωή
τραβάει την ανηφόρα, θάλασσα, θάλασσα τι μου ‘χεις κάνει, και άλλα άσματα της εποχής.
Δεν τους γούσταρα και δεν με γούσταραν. Και οι δάσκαλοι, βέβαια, με φωνάζανε
καπετάν φασαρίας. Μάλλον θα ήμουν αντιδραστικός σε κάθε μου κίνηση και δεν θα άφηνα
κανέναν να μπει στον κόσμο μου. Ήμουν εγώ και το όνειρό μου, ένα παιδί που δεν
θα μεγαλώσει ποτέ.
Αργότερα,
στο γυμνάσιο που είχα άλλες ανησυχίες, όπως η μουσική και το πώς μπορεί ένας έφηβος
να ανακαλύψει το σώμα του και τίποτε άλλο, συνήθιζα να ακούω άλλες μουσικές από
αυτές που ήταν στη μόδα. Δηλαδή,
κόντρα στους Mc Hammer, Vanilla ice, new
kids on the block και Kylie Minogue, άκουγα, scorpions, iron maiden, nirvana και metallica. Και
η αλήθεια είναι πως δεν άργησα να ανακαλύψω τους ledZeppelin, doors, JimiHendrix, JanisJoplinκαι
άλλους. Και ήμουν ο μόνος που τα άκουγε αυτά. Πώς να κάνουμε παρέα με τα άλλα
παιδιά; Αφού κράταγα λεφτά από το χαρτζιλίκι για τυρόπιτα στο σχολείο και
περίμενα όλη την εβδομάδα να μαζευτούν, για να πάω να γράψω καινούρια κασέτα
στο δισκοπωλείο της γειτονιάς.
Και λίγο
αργότερα, όχι πολύ, όταν σε κάποιο θρανίο, είδα γραμμένο το: «Τα αστέρια
τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…» και από κάτω το όνομα
«Κώστα Καρυωτάκης», εντυπωσιάστηκα τόσο, που έσπευσα να πάω στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και να
ζητήσω το βιβλίο του. Παραξενεμένη η υπάλληλος, με ρώτησε αν μας είχε βάλει η
καθηγήτριά μας να μελετήσουμε ποιήματα του Καρυωτάκη, κι εγώ της πέταξα στα μούτρα πως,
όχι, για μένα το θέλω. Κοκάλωσε για λίγο, αλλά μου είπε πως μπορεί να το
παραγγείλει. Και την επόμενη μέρα, πήγα να το παραλάβω. 2,600 δραχμές, ακριβό
πολύ για την εποχή, 1993 κι εγώ 15 χρονών με τζιν πουκάμισο, τσουλούφι να
πέφτει στα μάτια και οικονομίες από το χαρτζιλίκι για την τυρόπιτα. Τελικά, στα
παιδικά μου χρόνια, δεν πρέπει να έφαγα ποτέ τυρόπιτα.
Τέλος πάντων,
αυτά κάναν την αρχή κι έπαιξαν σημαντικό ρόλο για τη μετέπειτα πορεία μου. Πάντα
αντιδραστικός, μόνος, ασυμβίβαστος κι επαναστάτης χωρίς αιτία, τότε. Έπειτα, βρήκα
και την αιτία αλλά… συνέχισα τα ίδια. (Τελικά, η αιτία, δεν είναι λόγος
επανάστασης. Πρέπει να το έχεις μέσα σου).
Παρόλο που οι ρυτίδες και τα άσπρα
γένια ζωγραφίζουν όμορφα την εικόνα μου, δεν παύω ούτε στιγμή να είμαι ένας έφηβος,
ένα μικρό παιδί που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο και που πιστεύει πως μπορεί
να τα καταφέρει. Επιρρεπής στο όνειρο, στον έρωτα, στο αλκοόλ και τις ουσίες, γυρεύοντας
πάντα για καταφύγιο το διέξοδο που μας προσφέρει η τέχνη, έφτιαξα το δικό μου κόσμο, που εκεί δε χωράει
κανείς. Η ποίηση και η ζωγραφική ήρθαν αργότερα σαν φυσικό αποτέλεσμα. Κάπως έπρεπε να βρω τρόπο έκφρασης και να αφήσω αυτό που επιθυμούσα, να φανεί προς
τα έξω. Καθάρια ψυχή, χωρίς φκιασίδια και ωραιοποιήσεις. Αυτό, φυσικά, δεν
μπορεί να το αντιληφθεί ο καθένας, αλλά εμένα, τι με νοιάζει; Αυτό που θέλω να
κάνω, το κάνω, και από κει και πέρα, να πα να γαμηθείτε όλοι. Ω, μα είδες τώρα;
Τι ωραία ευχή σας δίνω, αλλά, ούτε αυτό μπορείτε να αντιληφθείτε.
Δεν ξέρω
γιατί γράφω όλα τα παραπάνω, μάλλον για να ικανοποιήσω τον ναρκισσισμό μου. Ή δεν
έχει καμία σημασία το γιατί. Έτσι απλά. Άντε, τα λέμε πάλι. Εβίβες, σαλούτε,
μπροστ!
Οι κινήσεις έγιναν αστραπιαία.
Με είχε αποσπάσει την ώρα της έμπνευσης. Η σπάτουλα βρισκόταν στο τραπεζάκι. Την
άρπαξα και του έκοψα το λαιμό πέρα ως πέρα. Δε φανταζόμουν πως η σπάτουλα
ζωγραφικής μπορεί να γίνει φονικό εργαλείο. Αλλά εδώ που τα λέμε, κι ένα πινέλο
θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως φονικό εργαλείο. Σπαρταρούσε και σκόρπιζε το
αίμα παντού. Περίμενα να ησυχάσει. Μια για πάντα. Κι όντως, ησύχασε. Μια για
πάντα. Τον άρπαξα από τα πόδια και τον έσυρα μέχρι το μπάνιο – τον πέταξα μες
την μπανιέρα και άνοιξα τη βρύση. Πώς βρέθηκε μες το δωμάτιο, από πού μπήκε, τι
ήθελε; Κρίμα, δεν πρόφτασα να ρωτήσω, δεν θα μάθαινα ποτέ. Τώρα ήταν αργά. Ή
μήπως όχι;
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο, είδα πως
υπήρχαν αίματα παντού. Αυτή η εικόνα, δεν το κρύβω, μου γέννησε μια νέα έμπνευση.
Έπιασα αμέσως τα πινέλα μου και άπλωσα το φρέσκο αίμα στον καμβά με γρήγορες
και αποφασιστικές κινήσεις. Ήταν ολοφάνερο, τώρα ήξερα τι να κάνω.
Έπιασα τα
χρώματα και άρχισα να τα αναμιγνύω με το ζεστό ακόμα, αίμα. Το αποτέλεσμα
γινόταν όλο και καλύτερο, αλλά δεν με γέμιζε ακόμα για να σταματήσω. Εκείνη τη
στιγμή μου ήρθε μια φαεινή ιδέα κι έκανα τρις περιστροφές στο δωμάτιο. Μόλις
είχα ανακαλύψει μια τεχνική που – ανάθεμα – κανένας άλλος ζωγράφος δεν είχε ποτέ
χρησιμοποιήσει. Μια καινοτομία, κάτι μοναδικό, κάτι ολόδικο μου. Ένας μοναδικός
τρόπος να εισχωρεί το ένα χρώμα μέσα στο άλλο, διατηρώντας την ακεραιότητά του,
αλλά να αναμιγνύεται σε έναν βαθμό και με τα άλλα χρώματα, έχοντας τον απόλυτο
έλεγχο, χρησιμοποιώντας την κίνηση, δείχνοντας κίνηση, αποτυπώνοντας κίνηση,
παίζοντας και γελώντας σε έναν ψυχεδελικό χορό, που εγώ και μόνον εγώ ξέρω να
χορεύω. Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό. Σαν να είχε συντελέσει μια άλλη δύναμη για
να γίνει, σαν να το είχε φτιάξει κάποιος άλλος και όχι εγώ. Κι όμως, εγώ το
είχα φτιάξει.
Άφησα το έργο να στεγνώσει και
περίμενα. Ήμουνα ήρεμος τώρα, ικανοποιημένος. Άναψα ένα τσιγάρο κι έβαλα ρακή
στο ποτήρι. Τα αίματα θα προσπαθούσα να τα καθαρίσω την επόμενη το πρωί. Ήμουν
εξαντλημένος. Τι θα έκανα όμως με εκείνο το πτώμα; Ποιος να ήταν άραγε και πώς
μπήκε εδώ μέσα; Πήγα στο μπάνιο να κοιτάξω. Τα αίματα ήταν μέχρι την μπανιέρα,
η μπανιέρα γεμάτη νερό και το πτώμα… το πτώμα… δεν είναι δυνατό. Τι έγινε το
πτώμα;
Did you hear the news about Edward? On the back of his head he had another face Was it a woman's face or a young girl? They said to remove it would kill him So poor Edward was doomed
The face could laugh and cry It was his devil twin And at night she spoke to him Things heard only in hell But they were impossible to separate Chained together for life
Finally the bell tolled his doom He took a suite of rooms And hung himself and her from the balcony irons Some still believe he was freed from her But I knew her too well I say she drove him to suicide And took poor Edward to hell
Ακούσατε τα νέα για τον Edward;
Πίσω στο κεφάλι του, είχε ένα άλλο πρόσωπο
Ήταν γυναίκας ή νεαρού κοριτσιού;
Είπαν πως αν το αφαιρούσε θα πέθαινε
Έτσι ο φτωχός Edward ήταν καταδικασμένος
Το πρόσωπο αυτό μπορούσε να γελάει ή να κλαίει
Ήταν ο δίδυμος δαίμονάς του
και τις νύχτες του έλεγε
πράγματα που μόνο στην κόλαση μπορούσαν να ακουστούν
Το Straw Dogs magazine είναι ένα περιοδικό για τις τέχνες
με έδρα του την Κύπρο. Την ύλη του καλύπτουν πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες από
τον χώρο της ποίησης, πεζογραφίας, ζωγραφικής, φωτογραφίας, μουσικής,
κινηματογράφου, κ.α. Σκοπός του περιοδικού είναι να αναδείξει νέα παιδιά που
θέλουν να παρουσιάσουν την δουλειά τους για πρώτη φορά σε μορφή εντύπου.
Υπεύθυνοι για αυτό το εγχείρημα είναι ο Γιάννης Ζελιαναίος και η Γιώτα Παναγιώτου.
Επίσης, στο παραπάνω mailμπορείτε να επικοινωνήσετε με το
Γιάννη και τη Γιώτα και να στείλετε μέρος της δουλειά σας αν επιθυμείτε να συμμετέχετε σε ένα από τα επόμενα τεύχη.
Το πρώτο τεύχος φιλοξένησε και μια συζήτηση/συνέντευξη που
φτιάξαμε με το Γιάννη καθώς και μέρος της δουλειάς μου.
Παραθέτω ένα απόσπασμα της συζήτησης αυτής:
Η Νόσος της Ποίησης
μέσα από τις Εμπειρίες ενός Πνιγμένου
Περιπλανώμενος κάπου μεταξύ Αθήνας και
Ρεθύμνου, ατόφιο «μπάσταρδο» παιδί της γενιάς του ’78, ο Χρήστος Ζάχος πάντα με
μια μποτίλια ρακή στη τσέπη, ξεκίνησε να γράφει ποίηση από τα δεκατέσσερά του
όταν και αντίκρισε το στίχο ενός ποιήματος του αγαπημένου του Κώστα Καρυωτάκη
στο θρανίο του σχολείου. Τα πάντα πήραν τον δρόμο τους από εκεί και πέρα κι
όταν καμιά φορά δεν θρόνιαζε τις λέξεις στο χαρτί, πάλευε στα δωμάτια με την
δεύτερη αγαπημένη του τέχνη, τη ζωγραφική.
Γνωρίστηκα μαζί του όπως γνωρίζονται και οι
περισσότεροι καλλιτέχνες σήμερα. Μέσα από τα ιστολόγια που κρατάει του ζήτησα
να μου στείλει τα βιβλία του κι ανταποκρίθηκε άμεσα. Αλλεπάλληλα mail ακολούθησαν όπου και μοιραστήκαμε τις ίδιες ανησυχίες, σκέψεις πάνω
στην ποίηση και όχι μόνο. Μέσα από αυτές τις κουβέντες φτιασιδώθηκε και η
παρακάτω κουβέντα που θα διαβάσετε.
Ποια είναι η άποψη σου για την ελληνική ποίηση σήμερα;
Κοίτα… εκδίδονται κάθε
χρόνο πάρα πολλές ποιητικές συλλογές από τις οποίες, δύσκολα ξεχωρίζει κάτι.
Υπάρχουν μάλιστα, δεκάδες ή και εκατοντάδες blogs με ποίηση. Τι
παρακολουθούμε απ' όλα αυτά; Ένα ελάχιστο ποσοστό.
Από αυτά που διαβάζω
και παρακολουθώ, έχω καταλήξει στο εξής:
Ένα μεγάλο ποσοστό
είναι βαρετά και τετριμμένα πράγματα. Υπάρχει όμως και ένα μικρότερο ποσοστό
που ξεχωρίζει έντονα, πεισματικά.
Είναι ορισμένοι νέοι
ποιητές και ποιήτριες που δεν
ενδιαφέρονται για εκδόσεις και λοιπά και με αγριεμένο μάτι
και θολωμένο μυαλό, μέσα στα σκοτεινά τους δωμάτια, κάνουν πραγματική
Ποίηση. Κι αν καμιά φορά κάνουν το λάθος να εκδώσουν (η αιώνια
ματαιοδοξία των καλλιτεχνών) και να μπουν στο "σύστημα"
αυτού του σιναφιού, πληγώνονται και τα παρατάνε. Δεν κάνουν ποίηση για την
ποίηση και τους κριτικούς, αλλά για να σώσουν την ψυχή τους. Για να μην
τρελαθούν. Αυτούς θέλω να γνωρίσω. Σε αυτούς ελπίζω.
Πιστεύεις δηλαδή ότι τον να εκδίδεσαι είναι
λάθος; Προσωπικά θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι πρώτα για να σώσεις τον
κώλο και την ψυχή σου και το να εκδοθείς έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Θεωρώ όμως
μεγάλη ηττοπάθεια να μην μπορείς να αντιμετωπίσεις το έξω και ειδικά το σινάφι.
Απ την στιγμή που τα βγάζεις προς τα έξω αναζητάς κάτι, να γνωρίσεις ομοϊδεάτες
σου όπως σωστά λες. Η γνώμη μου είναι πως άλλο το να σώσεις την ψυχή σου κι
άλλο η έκδοση. Άλλωστεόπωςέλεγεκιένακοινόςμας «φίλος», if you are going to try go all the way. Δεν πιστεύω πως είναι λάθος να εκδίδεσαι,
λάθος είναι η αντιμετώπιση των εκδοτών προς τους συγγραφείς τους. Πηγαίνεις σε
κάποιον εκδότη με μια βαλίτσα όνειρα και καταφέρνει να στα καταρρίψει από την
πρώτη κιόλας συνάντηση. Ζητάνε υπέρογκα
ποσά για την έκδοση, διαφήμιση, διακίνηση – υποτίθεται – του βιβλίου και αφού
τα πάρουν, αδιαφορούν και δεν κάνουν τίποτα. Ίσως να μην είναι όλοι έτσι, ίσως
να υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά…
Οι περισσότεροι είναι έμποροι και στυγνοί
επιχειρηματίες που δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη και την λογοτεχνία, παρά
μόνο για το πόσα θα πουλήσουν. Αν πουλάει ο τσελεμεντές και βιβλιαράκια του
τύπου «κάντο μόνος σου», αυτά θα βάλουν στο “μαγαζί” τους. Αν τους πεις για
ποίηση, θα σου πουν: «Η ποίηση και το διήγημα δεν πουλάνε! Γράψε κάνα
μυθιστόρημα, ελαφρύ, τύπου “άρλεκιν”, και θα στο μοσχοπουλήσω!». Απογοητεύεσαι
και πας και βρίσκεις κάποιον που εκδίδει ποίηση και χαίρεσαι που δέχτηκε να
“συνεργαστείτε”. Μετά βλέπεις κι αυτός τα ίδια κάνει και αναρωτιέσαι: γιατί δεν
έκανα αυτοέκδοση; Η αυτοέκδοση είναι μια καλή λύση για να αποφύγεις την
αυθαιρεσία των εκδοτών, αλλά κι εκεί, πρέπει να μάθεις να κάνεις μόνος σου τη
διακίνηση – πράγμα ψυχοφθόρο για τους καλλιτέχνες.
Λοιπόν, τι λύση υπάρχει; Να βρεις κάποιον
σωστό εκδότη που θα πιστέψει σε σένα και θα προωθήσει το έργο σου. Ουτοπικό δεν
ακούγεται αυτό; Δεν ξέρω. Θέλει πολύ προσοχή και ψάξιμο αν κάποιος αποφασίσει
να εκδώσει.
Αλλά το κακό – ή καλό – με τους καλλιτέχνες,
είναι πως κανείς δεν κρατάει το έργο του για τον εαυτό του. Θέλει να το
μοιραστεί για να ελαφρύνει η ψυχή του. Νοιώθει υποχρέωση να βγει προς τα έξω, να
εκδοθεί. Ναι. Όπως και οι πουτάνες. Άλλωστε, λόγω της έκδοσης δεν έχουμε πιάσει
αυτή την κουβεντούλα;
(...)
Πάμε λίγο το πράγμα απ’ τα γεννοφάσκια του. Πότε ξεκίνησες να γράφεις
και που, το που στο ρωτάω γιατί πάντα αυτοί που γράφουν έχουν ένα αγαπημένο
μέρος που κάθονται και «παλεύουν» με το χαρτί, το γιατί γράφεις δεν θα στο
ρωτήσω γιατί το θεωρώ ηλίθιο. Απ’ την
άλλη διαβάζοντας τα βιβλία σου ήταν σαν να είδα περιόδους σημαντικές στη ζωή
σου, που τις έβαλες κάτω για να τις «ξεματιάσεις». Κι ένα δεύτερο σκέλος, πότε
ξέρεις ότι ένα ποίημα που ΄χεις γράψει είναι καλό για σένα;
Πότε ξεκίνησα… χμ…
Ήμουν 14άρων και στο θρανίο του σχολείου
κάποιος είχε γράψει “Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού
δακρύσει…” και από κάτω Κ.Καρυωτάκης. Με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, που την
επόμενη πήγα και πήρα το βιβλίο του με τα ποιήματα και τα πεζά.
Κάθε βράδυ λοιπόν, την ώρα που έπεφταν όλοι
για ύπνο, έπαιρνα το βιβλίο, πήγαινα στο σαλόνι και το διάβαζα αργά, να
μπορέσει να με συνεπάρει, να νοιώσω τον οίστρο του ποιητή. Έπειτα το έκλεινα
και σε ένα τετράδιο άρχιζα να σκαρώνω τα δικά μου ανορθόγραφα και αδέξια
στιχάκια. Αυτό υπήρξε η αρχή και συνέχισα μέχρι τα 17. Μετά σταμάτησα να γράφω.
Έχει ο
καιρός γυρίσματα όμως, και γύρω στα 25 μου χρόνια, άρχισα να γράφω ξανά.
Συνέχισα με πάθος και έγραφα σχεδόν κάθε μέρα. Ίσως να έφταιγε και η
κατάθλιψη εκείνον τον καιρό, δεν ξέρω.
Στα 30 μου, είχα μαζέψει το υλικό της «Νόσου»
και του «Κραταιά» τα οποία εξέδωσα το 2009. Το «κραταιά», είχε αρχικό τίτλο «Η
μούσα και ο ποιητής» και βγήκε σε περιορισμένα αντίτυπα (15;). Το 2010 το επανεκδίδω
αλλάζοντας τον τίτλο σε «κραταιά ως θάνατος αγάπη», σε 50 αντίτυπα. Άστο να
γίνει σπάνιο αυτό – εξάλλου είναι πολύ προσωπικό και δεν το προώθησα καθόλου.
Την επόμενη χρονιά, άλλαξα εκδοτικό και εξέδωσα το «Εμπειρίες». Αλλά κάτσε, εσύ
κάτι άλλο με είχες ρωτήσει…
Α, το πού γράφω. Συνήθως στον υπολογιστή στο
καθιστικό. Αλλά γράφω και σε χαρτί και έξω από το σπίτι, στα ταξίδια και
οπουδήποτε βρεθώ. Όχι συχνά όμως, όχι όπως παλιά. Δεν προσδοκώ να γράψω, απλά
περιμένω. Και όταν έρθει η θεά της έμπνευσης, αρπάζω το στυλό και προσπαθώ να
την απαθανατίσω. Κάτι σαν φωτογραφία ή σχέδιο της στιγμής.
Κι όσο για το πότε γνωρίζω αν ένα ποίημα είναι
καλό… από τη σύλληψή του. Κάποια ποιήματα – το ξέρω πως ήταν καλά – δεν πρόλαβα να τα καταγράψω κι έτσι, χάθηκαν.
Αυτά που έχουν γεννηθεί κάτω από περίεργες ή και άσχημες καταστάσεις, το ξέρω,
είναι καλά. Κάποια άλλα που προσπάθησα να γράψω, αλλά η θεά της έμπνευσης είχε
φύγει, το ξέρω, είναι κακά. Αλλά, δεν πετάω ποιήματα. Τα αφήνω στο τετράδιο και
κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, γυρνάω σε αυτά και θυμάμαι…
Αλλά, όταν βάζεις την ψυχή σου σε κάτι,
γίνεται να μην είναι καλό; (...)
Τι σε τρομάζει στο γράψιμο περισσότερο σε σχέση με τον εαυτό σου; Και
τι περιμένεις από την ποίησή σου; Εντάξει δυο οι ερωτήσεις αλλά έτσι κι αλλιώς
όλο κλέβουμε…
Αφού γουστάρουμε την παρανομία, τι λες τώρα…
Λοιπόν.
Στο γράψιμο δεν με τρομάζει τίποτα. Ίσως η
γραφή μου να τρομάζει κάποιους άλλους – κυρίως κοντινά μου πρόσωπα. Αλλά αυτοί
που τρομάζουν, είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ή το βλέπουν συναισθηματικά.
Στα γραπτά μου, έχω πεθάνει κάμποσες φορές και άλλες τόσες έχω βγάλει τη γλώσσα
στο θάνατο. Όταν όμως κάποιος δικός σου διαβάζει για το θάνατό σου, δεν μπορεί
να το δει λογοτεχνικά. Συναίσθημα βλέπεις…
σε γνωρίζει, σε αγαπά.
Με τη γραφή ξορκίζω καταστάσεις και ό,τι με
βαραίνει. Το βγάζω, αλαφρώνω, και ανήκει στο παρελθόν, έχοντας αφήσει ένα
σημάδι. Ένα ποίημα ή διήγημα. Με αυτόν τον τρόπο αυτοθεραπεύομαι και το μόνο
που μένει, είναι η τέχνη. Το ίδιο και με τους πίνακες. Πόσες φορές που ένοιωθα
σκατά, δεν πήρα καμβάδες και χρώματα να ξεσπάσω πάνω τους; Και τι έμεινε μετά;
Ένας πίνακας.
Η τέχνη λοιπόν, λειτουργεί σαν αυτοθεραπεία.
Αν δεν έκανα τέχνη, θα ήμουν νεκρός. Αν δεν αφηνόμουν στα πάθη μου (έρωτα,
ποτό, τέχνη, αμπελοφιλοσοφίες…), πάλι νεκρός θα ήμουν.
Τι περιμένω από την ποίηση μου; Να συνεχίσω να
νοσώ από αυτήν και θεραπεία ποτέ να μη βρω. Να γράφω. Όσο είμαι ζωντανός να
γράφω. Να ξορκίζω τις κακές στιγμές και να υμνώ τις όμορφες. Άλλωστε, Η ποίηση είναι νόσος. Αν δεν πάσχεις από
ποίηση, δεν μπορείς να κάνεις ποίηση*.
Κι αν κάποιος μπορέσει και εκφραστεί ή
εμπνευστεί μέσα από τα γραπτά μου, αυτό μου προκαλεί μια ενδόμυχη ικανοποίηση.
Τι θα ήταν οι καλλιτέχνες χωρίς το ναρκισσισμό τους;
Δεν επιχείρησα ποτέ να μάθω να γράφω ή να
ζωγραφίζω. Το έκανα χωρίς να ξέρω. Το έκανα για να μην τρελαθώ, για να
παραμείνω ζωντανός. Έτσι συνεχίζω λοιπόν, και για αύριο, δεν ξέρω τίποτα.
(…)
Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στην έντυπη μορφή του
περιοδικού.
Παραθέτω και μια παρουσίαση, όπως έγινε στην εκπομπή "Εντέχνως".
Καλή συνέχεια σε όλους.