Με τη νηφαλιότητα της μέθης που με διακατείχε
-ως συνήθως-
βρέθηκα να ισορροπώ στο τεντωμένο σκοινί
Ζωής – Θανάτου
Σίγουρος καθώς ήμουν για τις δεξιότητές μου
έχασα την ισορροπία
και γλίστρησα στην πλαγιά
αγκαλιάζοντας αγκαθωτούς θάμνους
κι άγρια βότανα
κι άγρια βότανα
Ένας βράχος με σταμάτησε
Λάσπες, αίματα και κάτι γρατζουνιές στο κεφάλι
Για άλλη μια φορά
υπήρξα τυχερός
κι εκείνη έγλειψε τις πληγές μου
να τις απολυμάνει
Πώς μπορεί
κυνηγώντας πάντα το θάνατο
να με βρίσκει η ζωή;
Αλίμονο...
Μου χρωστάει