Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη



(Υπήρχε στο παλιό μπλογκ και σκέφτηκα να το δημοσιεύσω ξανά...)

Φίλε Κώστα,

Σε ονομάζω φίλο, όχι γιατί έτυχε να γνωριστούμε – άλλωστε ζήσαμε σε διαφορετικές εποχές – αλλά, πώς μπορείς να ονομάσεις κάποιον που έχεις μεγαλώσει μαζί του από δεκατεσσάρων και συνεχίζεις να τον αγαπάς και να τον συμβουλεύεσαι; Έστω, με αυτή την άτυπη φιλία που ενώνει έναν νέο αναγνώστη με έναν παλιό ποιητή. Όμως εγώ, δεν ήμουν άλλος ένας μελετητής του έργου σου, αλλά ένας άνθρωπος που έζησε την περιπέτεια κάθε ποιήματός σου, τις λέξεις, τις έννοιες, τους πόθους και τα πάθη, στο πετσί και στην ψυχή του. Καθρεπτιζόμουν πάνω σε κάθε σου ποίημα κι έβλεπα τον εαυτό μου μέσα. Σε γνώρισα νωρίς και μέρα με τη μέρα σε γνωρίζω ακόμα περισσότερο. Σαν να με ακολουθεί η σκιά σου σε κάθε βήμα, σαν να βρίσκεσαι πλάι μου για να με καθοδηγείς και να με προστατεύεις.

Ίσως να είναι και το άλλο. Άθελά μου, μαθήτεψα μαζί σου και άρχισα να σκαρώνω αδέξια κι ανορθόγραφα στιχάκια επηρεασμένος από τον οίστρο που μου προκαλούσες, θέλοντας να εκφράσω τις δικές μου ανησυχίες, το δικό μου «εγώ». Ίσως και κάτι πέρα απ’ αυτά, που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια. Δεν έχει σημασία όμως αυτό. Σημασία έχει πως σε αισθάνομαι φίλο και δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό πέρα απ’ αυτόν. Ας μου επιτραπεί λοιπόν η έκφραση: φίλε Κώστα Καρυωτάκη.


Ήταν τότε που μου ζητήθηκε να γράψω για έναν φόβο μου κι ένα όνειρο στα πλαίσια μιας εργασία. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ κι έτσι στην αρχή δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Μπαίνοντας όμως στη διαδικασία αυτή, έγραψα απερίσκεπτα: δεν έχω φόβους… μόνο μη τυχόν και κάποια μέρα χάσω τα βιβλία με τα ποιήματα ή τη μουσική μου, ή μη πάθει κάτι κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, ή μη χάσω τα λογικά μου. Αυτό! Μη χάσω τα λογικά μου. Ας μείνουμε σε αυτό. Δεν θα το άντεχα. Κι αν ήξερα πως θα συμβεί, ίσως τότε για να το αποτρέψω, να έδινα ένα τέλος στο ταξίδι της ζωής.


Γνωρίζω τη μελαγχολία σου (αλλά ποιος ποιητής δεν είναι μελαγχολικός;), γνωρίζω το βίο σου – όσο μπορώ να γνωρίζω από τα βιβλία στα οποία έχει καταγραφεί – γνωρίζω και την περιπέτεια της υγείας σου. Αλλά αυτό που δεν γνώριζα ως τώρα, είναι τα τρία στάδια της ωχρά σπειροχαίτης. Δεν θα μείνω στα δυο πρώτα, άλλωστε όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να βρει πληροφορίες και να τα μελετήσει. Το τρίτο στάδιο όμως… «Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της σύφιλης αναπτύσσεται δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα και είναι φοβερό και αδυσώπητο. Ο άρρωστος μπορεί να πάθει σοβαρές καρδιοπάθειες, να τρελαθεί, να τυφλωθεί, και να υποστεί βλάβες σε όλα τα όργανα του σώματός του». Ξέρω πως είδες τον φίλο σου και ποιητή Ρώμο Φιλύρα να χάνει τα λογικά του, όντας στο τρίτο στάδιο της σύφιλης, έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο και να σβήνει αργά. Κι όπως είχες πει: «Άσε τα γύναια και το μαστροπό λαό σου Ρώμε Φιλύρα, σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, κράτησε σκήπτρο και λύρα». Το ήξερες… «Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση επιμονή, που ανοίξαμε για να μπει σαν κυρία η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει. Τώρα η ζωή μας γίνεται, ξένη, παλιά ιστορία».


Τα πραγματικά αίτια του θανάτου σου, δεν τα γνωρίζει άλλος καλύτερα από σένα. Εμείς, μόνο αυθαίρετα συμπεράσματα βγάζουμε. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, να βγάλω κι εγώ το δικό μου συμπέρασμα, γνωρίζοντάς σε ως φίλο και διδάσκαλο, γνωρίζοντάς σε ως φύση, ως ποιητή. Μπορεί να έπαιξαν πολλά ρόλο, αλλά είμαι σίγουρος πως αν δεν ήταν αυτό το τρίτο στάδιο της ωχράς σπειροχαίτης, ίσως να μην αποφάσιζες ένα τέτοιο τέλος για το κλείσιμο της αυλαίας. Ξέρω πως δεν θα επέτρεπες ποτέ στον εαυτό σου να έρθει σε τέτοια κατάσταση εξαθλίωσης. Ως κύριος του εαυτού σου, προτίμησες να φύγεις αξιοπρεπώς κι έχοντας ακόμα σώας τας φρένας. Ό,τι λοιπόν λένε οι άλλοι, τους συγχωρώ γιατί δεν γνωρίζουν. Και είμαι σίγουρος, είμαι σίγουρος γιατί κι εγώ, αυτό θα έκανα.


Θα ήθελα να κλείσω όμως, κάπως διαφορετικά. Ίσως να μπορείς να το βλέπεις, ίσως όχι. Οφείλω να σου το πω. Αυτό που έχεις καταφέρει με την ποίησή σου ως σήμερα, δεν το έχει καταφέρει άλλος. Έχεις επηρεάσει γενεές και γενεές και κατάφερες να γίνεις ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής κι εκφραστής των νέων κάθε εποχής, καθώς όλοι μας νιώθουμε μια ταύτιση μαζί σου. Άλλωστε όταν έφυγες, έφυγες κι εσύ ως ένας άγνωστος ποιητής των αιώνων. Αγαπήθηκες πολύ από τις μελλούμενες γενεές και αυτό θα ήθελα να το γνωρίζεις.

Έτσι λοιπόν, αν υπάρχει το καύκαλό σου ακόμα, ας βγει μια βόλτα και ας περάσει από τα σκοτεινά δωμάτια των ποιητών και των αναγνωστών που σε υμνούν, δίνοντάς τους οίστρο και έμπνευση να εκφραστούν, κι έτσι να νιώσεις τη δικαίωση που σου ανήκει.

Φίλε μου, Κώστα Καρυωτάκη, δεν έφυγες ποτέ.
Και σήμερα εν έτει 2009, είσαι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Καλή συνέχεια στο ταξίδι σου λοιπόν.
Σε χαιρετώ και σε ευχαριστώ για όλα.
Ένας φίλος που δεν γνώρισες ποτέ.



                                                              Χρήστος Ζ.


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Βοριάς



Φύσηξε ένας άνεμος
Βοριάς
και πήρε μαζί του όλη τη θλίψη
των ανθρώπων που καιγόντουσαν στην πόλη
και την πήγε μακριά
και μείνανε τώρα 
όλοι οι φλεγόμενοι άνθρωποι
με ένα απέραντο κενό
να αναρωτιούνται:
Τι θα μας γεμίζει τώρα; 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Η ψευδαίσθηση της δημιουργίας




Καμβά. Λευκέ μου καμβά
γίνε όμορφος
πάρε όλα τα χρώματα που σου δίνω
και ανέδειξέ τα σε κάτι φανταστικό
που εγώ μονάχος, δε θα μπορούσα ποτέ να φτιάξω.

Χρώματα, χρώματα… δημιουργήστε μόνα σας
βγάλτε αρμονικές αποχρώσεις
και φτιάξτε όμορφο τον καμβά
χαρίστε μου τη μαγεία σας...

Πινέλα και σπάτουλες, χρώματα καμβάδες
όλα εσείς είστε τα υλικά
που αδημονούν να με χρησιμοποιήσουν
να με κάνετε το μέσο το οποίο θα σας ενώσει
έτσι που στο τέλος να νομίζω
πως δημιούργησα εγώ. 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Αδέξιος


Είμαι ένας αδέξιος
Αδέξιος στο να ζωγραφίσω
Αδέξιος στο να γράψω
Αδέξιος στην αγάπη, στον έρωτα, στη ζωή.
Και τι κάθομαι και κάνω λοιπόν;
Ίσως να θέλω να αποδείξω στον εαυτό μου το αντίθετο
αλλά κάποιος σαν κι εμένα
δύσκολα παραδέχεται την αλήθεια.
Φτιάχνω ένα μεγάλο ψέμα
το πιστεύω
και ζω μέσα σε αυτό.
Όλη μου η ζωή λοιπόν, ένα ψέμα;
Ένα όνειρο, μια αυταπάτη;
Κι αν ναι, πώς τα καταφέρνω
στον κόσμο τον πραγματικό;
Δεν ξέρω.
Άλλωστε ο Λειβαδίτης είχε πει κάποτε:
“Θεέ μου, αμάρτησα ενώπιών σου
Ονειρεύτηκα πολύ και ξέχασα να ζήσω”