Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Οι ιέρειες του έρωτα



Θυμάμαι, όταν βρισκόμασταν στο μεταίχμιο της εφηβείας με την ενηλικίωση, πηγαίναμε στα μπουρδέλα για να μάθουμε και να ανδρωθούμε. Οι κόκκινοι λαμπτήρες, ο χλωμός φωτισμός και η μυρωδιά από μούχλα και σπέρμα μας κατέκλυζε θεμιτά κι αθέμιτα. Το τροπάρι της γριάς τσατσάς, ήταν πάντα το ίδιο: “Καλώς τα παλικάρια! Τα κορίτσια είναι όμορφα και καθαρά! Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, 5000δρχ! Ποιος έχει σειρά;” Και μπαίναμε δειλά-δειλά, εκστασιασμένοι από καύλα που επιτέλους θα πηδούσαμε δίνοντας το τελευταίο χαρτζιλίκι μας. Κανείς μας δεν κρατούσε πάνω από 5 λεπτά (της ώρας) κι έτσι υπήρχε μια ροή στην διεκπεραίωση των καθηκόντων των ιέρειων του έρωτα. Κι έπειτα, λίγο απογοητευμένοι καθώς θέλαμε κι άλλο, αλλά σαφώς ανακουφισμένοι, βγαίναμε στον καθαρό αέρα να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας, κι αν μας είχαν περισσέψει χρήματα, να πιούμε και μια μπύρα.

Αυτές οι γυναίκες, για μας, δεν ήταν πουτάνες, όπως κοινά τις κατονομάζουν οι πολλοί, αλλά κάτι πολύ παραπάνω από κοινωνικοί λειτουργοί. Οι ιέρειες του έρωτα! Το γεγονός πως πότε – πότε ερωτευόμασταν και κάποια απ’ αυτές, ανεβάζει κατά πολύ το επίπεδο ρομαντισμού και αθωότητας που είχαμε. Αναμνήσεις από μια άλλη εποχή, που μοιάζει να είναι πολύ πίσω στο χωροχρόνο και αναπολώντας την, μας κάνει να αισθανόμαστε λίγο… μεγάλοι πια. Βλέποντας τη σημερινή σεξουαλική επανάσταση, που δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη του 60 με 70, σε μια άλλη ήπειρο πολύ μακριά από μας, αντιλαμβανόμαστε πως, μαζί με την ιστορία, αλλάζουν και τα σεξουαλικά ήθη και έθιμα, συνήθειες, καταστάσεις γενικώς. Όχι πως δεν απολαμβάνουμε την εποχή μας, αλλά τότε γύρω στο 90, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Κι αυτό μας κάνει να το βλέπουμε, σαν μια ρομαντική ιστορία που έχει περάσει πια ανεπιστρεπτί.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ένα περιστατικό που έζησε κάποιος φίλος που έχω χάσει πια τα ίχνη του. Ήταν φαντάρος κάπου βόρεια και σε κάποια άδειά του, επισκέφτηκε την Αθήνα και τα γνωστά μπουρδέλα που ήταν απαραίτητα για να μπορέσεις να τη βγάλεις καθαρή. Να ξεδώσεις δηλαδή και να αφήσεις άγχη και καταπίεση, πίσω. Έστω για λίγο. Και συνέβη το κλασσικό. Ερωτεύτηκε! Η εταίρα ήταν νεαρή, 18 με 20 χρονών. Την έκλεψε, την πήρε σπίτι του να μείνει μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του. Δεν θυμάμαι να σας ιστορίσω πώς αντέδρασε η οικογένεια, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι πως, όταν έπρεπε να επιστρέψει πίσω στο στρατόπεδο, αυτή δεν άντεξε μακριά του και πήρε το πρώτο λεωφορείο για να τον βρει. Και τότε φθάνει η είδηση πως η κοπέλα του έχει πιαστεί κάπου κοντά στα σύνορα και πως θα την απελάσουν. Μόλις το έμαθε, δεν υπολόγισε τίποτα. Έφυγε κρυφά από το στρατόπεδο και πήγε να την βρει για να την κρατήσει κοντά του. Λίγο αργότερα μάθαμε πως την κοπέλα την απελάσανε και πως τον Νίκο τον παρέπεμψαν στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνας. Από τότε, δεν τον ξαναείδα, ούτε έμαθα νέα του.

Παρόμοια περιστατικά είχαμε ζήσει όλοι. Ίσως, όχι τόσο τραγικά σαν την ιστορία του Νίκου, αλλά όμορφα, ρομαντικά που κατέληγαν πάντα στην απογοήτευση. Και σιγά – σιγά, μεγαλώσαμε αφήνοντας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όλες αυτές τις καταστάσεις. Ο έρωτας είναι εύκολος πια, δεν χρειάζεται να επισκεφτούμε τέτοια μέρη. Οι εποχές έχουν αλλάξει, εμείς έχουμε αλλάξει, τα πάντα έχουν αλλάξει.


Η ατάκα όμως της γριάς τσατσάς, παραμένει και τη λέμε πότε – πότε στις παρέες για να γελάσουμε. Και πάντα γελάμε με μια γλυκιά νοσταλγία… «Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, 5000δρχ!»


Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Αποσκευές


Για λόγους αδιάστατους
έπρεπε να ταξιδεύω συχνά
Έτσι έπαιρνα πάντα τα απολύτως απαραίτητα
Το “εγχειρίδιο ευθανασίας”, ένα σκοινί  
ένα δυνατό ποτό και 2 αλλαξιές
Και μόνο όταν με συνέπαιρναν οι σκέψεις
έπιανα το τετράδιο και το βουτούσα στη λήθη
                                             Έτσι έβγαινα πάντα λυτρωμένος 

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Λίβας



Νοτιάς! Όχι, δεν τον γνωρίζεις αν δεν έχεις ζήσει εδώ. Με το που ξεκινήσει, ξέρεις πως θα μείνει. Για μια, δυο ή και τρις βδομάδες να λυσσομανάει χωρίς σταματημό, με τρομερές εντάσεις μεγέθους 130, 150 ή 160klm/h και να παίρνει τα πάντα στο πέρασμά του. Σακούλες, σκουπίδια,  φύλλα, κλαδιά, χώματα, γλάστρες… αλλά να μη σταματάει εκεί. Να ρίχνει δέντρα γερά που μπορεί να στέκονταν 50 με 100 χρόνια αγέρωχα, να τα ξεριζώνει, να τα σπάει και να βουίζει συνεχώς λυσσασμένα. Όλη την ώρα, όλη τη μέρα, όλη τη βδομάδα, να συνεχίζει, να συνεχίζει.
Να μεταφέρει σκόνη, να θολώνει την ατμόσφαιρα, να κάνει τη μέρα ωχρή και κίτρινη, να τα ξεραίνει όλα.

Να περιμένεις το βοριά ως λύτρωση και ο βοριάς να μην έρχεται. Να περιμένεις τη βροχή ως λύτρωση, και η βροχή να μην έρχεται. Να περιμένεις να περάσει, να σου κάνει το κεφάλι καζάνι, να μη τολμάς να βγεις από το σπίτι, να καταστρέφει τα σπαρτά, τα λουλούδια, τα πάντα και να βουίζει, να βουίζει μανιασμένα.

Να σε τρελαίνει, να σε τρελαίνει, να κλείνεις πόρτες και παράθυρα και να επιμένει. Να κάνει κόκκινο το χιόνι στις πλαγιές των βουνών, κίτρινη θολή τη μέρα, θερμό κύμα αέρα, να δυσανασχετείς και να υπομένεις τον εφιάλτη, μη μπορώντας να αντιδράσεις.

Να μη λέει να φύγει. Σαν να ήρθε για να σε θάψει εδώ, να σε σκεπάσει μια για πάντα, σαν να μην πρόκειται να σταματήσει αν δεν τα καταφέρει. Να χτυπάνε πόρτες και παράθυρα, να μην τολμάς να ξεμυτίσεις και να πιέζει το κεφάλι σου, να το πιέζει έως ότου τα μυαλά σου χυθούν σαν μαρμελάδα έξω από το κρανίο σου. Και να συνεχίζει, και να δυναμώνει…

                (Ο βοριάς έρχεται ως θεραπεία. Δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, ποτέ τόσο επίμονος κι έρχεται ως αγαλλίαση της ψυχής και του νου, να ξεμυτίσουμε από τις κρυψώνες μας, να δούμε όλες τις ζημιές που έφερε ο νοτιάς και να διορθώσουμε όσες μπορούμε.  Έρχεται να μας δροσίσει και να ξεκουράσει το βαβουριασμένο μας κεφάλι.)

Θα περάσει κι αυτός και θα ‘ρθει κι άλλος. Κι έπειτα άλλος. Το ζήτημα είναι πως κάθε φορά που μας επισκέπτεται, ξεχνάει να φύγει και οι μέρες και οι ώρες αυτές, είναι το λιγότερο, εφιαλτικές.