Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ξάγρυπνοι φρουροί

Την ώρα που κοιμούνται όλοι, κάποιοι ξαγρυπνούν και κρατάνε τσίλιες
Για να περάσει η ώρα, ζωγραφίζουν ή γράφουν ποιήματα
Κι όταν η μέρα φέξει και ξυπνήσουν όλοι, αυτοί πέφτουν για ύπνο
να ξεκουραστούν για να συνεχίσουν και το επόμενο βράδυ

Είναι οι προστάτες των ονείρων σας
και οι εκφραστές των ανείπωτων ονειρώξεών σας
κι ας μην τους αντιλαμβάνεται κανείς 

Αυτοί πιστοί στο μυστικό σκοπό τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι
για όλους εσάς αλλά προπαντός για τους εαυτούς τους 
Είναι οι ξάγρυπνοι φρουροί της νύχτας   

painting by Pablo Picasso

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Απρόσμενος έλεγχος υπόπτου



Επέστρεφα από την παλιά πόλη στα Περιβόλια όντας πεζός κι έχοντας πάρει μια μπύρα από το περίπτερο. Ήδη έχουμε αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία, να δούμε πώς θα πάει. Το παρουσιαστικό μου είναι αυτό που είναι, μούσια και μαλλιά. Μαλλιά όχι πολύ μακριά, αφού έκανα το λάθος να πάω να κουρευτώ και το μετανιώνω κάθε στιγμή και λεπτό, έως ότου μεγαλώσουν ξανά. Αλλά φαίνεται πως το μήκος δεν παίζει ιδιαίτερη σημασία καθώς, όπως και να είμαι, πάντα αλήτης μοιάζω. Μέσα μου, χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά καταλαβαίνω πως με βλέπουν οι μπάτσοι με τα στερεότυπά τους: Ως ύποπτο. Άρα, σωστά πράττω/υπάρχω.

Ας συνεχίσουμε όμως με την ιστορία. Έχοντας πάρει την μπύρα μου από το περίπτερο και περπατώντας κατά μήκος της παραλίας για να φτάσω σπίτι μου, τη στιγμή μάλιστα που στάθηκα να στρίψω ένα τσιγάρο (από τα απλά, με καπνό), φαίνεται πως προσέλκυσα το ενδιαφέρον του περιπολικού που σταμάτησε δίπλα μου και γυρνώντας το κεφάλι, είδα 2 μπάτσους να κατευθύνονται προς το μέρος μου. Ντυμένοι με αλεξίσφαιρα, ασύρματους και όπλα, ο ένας γύρω στα 30 κι ο άλλος, ανάθεμα αν είχε κλείσει τα 20. Το χειριστήκαν σωστά, μου έκαναν ενέδρα, ο ένας από κει κι ο άλλος από δω. Βλέποντάς τους να πλησιάζουν καθώς έστριβα το τσιγάρο μου, απευθύνομαι σε αυτούς με την ευγένεια που με χαρακτηρίζει, λέγοντάς τους:

«Καλησπέρα σας κύριοι. Σε τι μπορώ να βοηθήσω;»
«Καλησπέρα» μου απαντάει ο μεγαλύτερος από τους δύο και συνεχίζει: «Έχεις ταυτότητα;»
«Βεβαίως» απαντώ και ανοίγω το σακάκι μου να του τη δείξω, χωρίς εντωμεταξύ να με έχει σημαδέψει με το όπλο του. Μάλλον τους αιφνιδίασα. Ο “μεγάλος” 30χρονος μπάτσος δίνει την ταυτότητα στον 20χρονο για να την πάει στον άλλο που δεν είδα από κοντά, να την βάλουν σε ένα μηχανάκι και να κάνουν, όπως το λεν αυτοί: “εξακρίβωση στοιχείων”. Ο ίδιος που στέκεται μαζί μου, με ρωτάει: «Από πού είσαι;» και του απαντώ: «Έχω ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού. Έχω γεννηθεί στην Αθήνα και τα τελευταία 10 χρόνια μένω εδώ.» Προσπάθησε να κρύψει τον εντυπωσιασμό του και συνέχισε:
«Τι δουλειά κάνεις;» Εδώ φαίνεται πως τον μπλόκαρα λίγο καθώς του είπα την αλήθεια χωρίς καμία αναστολή:
«Είμαι ζωγράφος, λογοτέχνης και ποιητής. Αλήθεια, διαβάζεις καθόλου ποίηση;» Εντάξει, το ομολογώ, αυτό δεν έπρεπε να το κάνω, αλλά το έκανα. Και η προφανής απάντηση, ήρθε κι έκατσε σαν να την είχα σχεδιάσει:
«Πέρα από το σχολείο, όχι». Ωραία λοιπόν, για να στείλουμε αδιάβαστο το μπατσάκι, σκέφτηκα κι έπραξα:

«Το σχολείο καταστρέφει την ποίηση βάζοντάς την σε πλαίσια. Η ποίηση είναι ένα εργαλείο που σε απελευθερώνει από τα στεγανά και σε κάνει να μπορείς να εκφράσεις την ποταπή πραγματικότητα ή οποιοδήποτε συναίσθημα, αντίληψη και λοιπά, με όμορφο τρόπο. Είναι μια τέχνη που αναιρεί κάθε νόμο, διατηρώντας την απόλυτη ελευθερία έκφρασης και που όλο αυτό συντελεί στη δημιουργία ενός έργου, που υπερβαίνει πολλές φορές και τις δυνατότητες του ίδιου του δημιουργού. Είναι η ομορφιά της ζωής»

Εντάξει, ο μπατσάκος έμεινε μαλάκας και για να μη φανεί τελείως άσχετος και απαίδευτος, είπε «Συμφωνώ»! Το παιχνίδι ήταν δικό μου κι αφού είχε αποδέκτες, αποφάσισα να το πάω λίγο παραπέρα. Έτσι, ανακρίνω εγώ: Από πού είσαι; ερωτώ. Από δω, μου λέει. Από ποιο χωριό; Ξαναρωτώ. Από την πόλη μου λέει. Και φαίνομαι ύποπτος; Ξαναρωτώ. Όλοι, μου λέει, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Δεν μου απαντάς, του λέω, αλλά δεν πειράζει. Μπορώ να καταλάβω. (θα μπορούσα να είμαι πιο καυστικός, αλλά αποφάσισα να μην είμαι καθώς ήθελα να κοιμηθώ σπίτι μου.)

Μετά με ρωτάει, πού πάω. Εδώ πιο κάτω του λέω, στη γυναίκα μου που με περιμένει. Είναι φιλόλογος σε ένα ορεινό χωριό. (Αυτό ήθελα να το τονίσω για να τον κάνω να αισθανθεί ακόμα πιο άβολα)

Φιλόλογοι, λογοτέχνες, ζωγράφοι, προφανώς κατάλαβαν πως δεν μπορούν να καταλάβουν και μη μπορώντας να με μαζέψουν για μια μπύρα, με άφησαν ελεύθερο. Κι εγώ, πίνοντας την μπύρα μου επιδεικτικά και καπνίζοντας το “νόμιμο” τσιγάρο μου, ενώ ο 20χρονος μπατσάκος μου έδινε πίσω την ταυτότητα, απάντησα: «Καλό σας βράδυ κύριοι!» Κάτι που φυσικά δεν εννοούσα, αλλά οι περιστάσεις με έκαναν να το πω για να μην τη βγάλω στο τμήμα. Ή απλά για να κάνω εντύπωση. Το διασκέδασα και δεν το κρύβω.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά φεύγοντας από κει, ένοιωσα νικητής. Με βάλαν στο δικό τους παιχνίδι το οποίο ανέστρεψα εναντίον τους. Ίσως να μην κατάλαβαν την ειρωνεία μου, αλλά σίγουρα κατάλαβαν πως έχουν να κάνουν με κάποιον που δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί του. Είχα κερδίσει σε όλα τα σημεία.

Τελικά, το να πουλάς πνεύμα, δεν είναι εύκολη υπόθεση κι αλίμονο, δεν το έχουν όλοι.


Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Σκόρπιες σκέψεις

Ι
Πέρασε μια ωραία σκέψη από το μυαλό μου, ένας συνειρμός. Ήταν πραγματικά όμορφη. Προσπάθησα να την επαναφέρω για να την καταγράψω. Άρχισε να χαλάει κι όσο πήγαινε, χαλούσε περισσότερο. Την παράτησα και πολύ σωστά έπραξα. Όταν γράφεις κάτι, πρέπει να είναι αυθόρμητο, άμεσο και να έχει τη δύναμη της απλότητας και της βαθύτητας συνάμα. Αν προσπαθήσεις να το επαναφέρεις παιδεύοντάς το, θα βγει ένα τερατούργημα. Κάποιες φορές ίσως όχι, αλλά αυτές τις φορές, η έμπνευση, ο συνειρμός, συνεχίζουν να σε ακολουθούν. Όταν όμως φύγουν, έφυγαν. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.


ΙΙ
Δεν είμαι σαν τους άλλους συγγραφείς, δεν μπορώ να γράψω όποτε θέλω, δεν μπορώ να γράψω με σύστημα, δεν είμαι συγγραφέας. Είμαι ποιητής και γράφω μόνο όταν δεν πάει άλλο. Όταν η ψυχή κοντεύει να μου βγει από το στόμα ή όταν τρελαίνομαι. Ορισμένες φορές βέβαια, καταγράφω και κάποιες ιδέες που έχω αλλά αυτό βγαίνει συνήθως ως πεζό. Κι επειδή χειρίζομαι τη γραφή με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει πολύς χρόνος ανεκμετάλλευτος. Εκεί έρχεται να κολλήσει η ζωγραφική. Δεν είμαι ζωγράφος αλλά είναι λυτρωτικό να ζωγραφίζω. Συμπληρώνει τις περιόδους λευκής σελίδας.


ΙΙΙ
Δεν είμαι ζωγράφος. Χρησιμοποιώ τη ζωγραφική ως τρόπο έκφρασης. Σκοπός μου δεν είναι να μάθω, αλλά χρησιμοποιώντας το σχέδιο και το χρώμα, μαθαίνω. Αργά, με τον δικό μου τρόπο. Γι’ αυτό, μην προσπαθήσετε να βρείτε λάθη και σωστά στα έργα μου. Είναι απλά τα έργα μου. Η ζωγραφική συμπληρώνει το ποιητικό μου έργο και αυτός είναι ο σκοπός. Να εκφράσω τον εαυτό μου μέσα από τα χρώματα και τις λέξεις. Με τις λέξεις το έχω καλύτερα, αλλά δεν θα μπορούσα να περιοριστώ σε αυτές. Το χρώμα με εκφράζει κι εκφράζομαι μέσω αυτού. Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς.

ΙV
Ο Μάρτης κρατάει πάντα την υπόσχεσή του. Άστατος, μια καλοκαίρι, μια χειμώνας. Μέχρι εχθές μας βασάνιζε ένας τρελός νοτιάς. Σκόνη, ζέστη, και δυνατός επίμονος αέρας. Κι ένα απόγευμα, η μέρα έγινε ωχρή, κίτρινή και θολή. Ο νοτιάς χαμήλωσε τις εντάσεις. Έπεσε λίγη βροχή. Λάσπη. Αλλά γαλήνια. Και αμέσως μετά, βοριάς. Βοριάς και βροχή. Και ο αέρας άρχισε να παγώνει όλο και πιο πολύ. Έτσι ώστε, όταν βγήκα από το σπίτι, ένιωσα τον χειμώνα που δεν είχε φέρει ο Φλεβάρης. Με ένα μπουφανάκι κατάλαβα πως χρειάζομαι κασκόλ και κάτι πιο ζεστό να φορέσω. Χειμώνας! Κι έχει πλάκα, γιατί εχθές ήταν καλοκαίρι.

Αλλά καλά κάνει. Πρέπει να βρέξει να κάνει κρύο. Πόσα κρύα μας έμειναν; Ένα δυό ακόμα. Μετά έρχεται ο Απρίλης και νιώθεις για τα καλά την άνοιξη. Έπειτα ο Μάης και πάλι καλοκαίρι. Αυτή η βασανιστική εποχή που λες και θέλει ο ήλιος να κάψει τον πλανήτη μας. Που τα πάντα αδρανούν και η φύση κιτρινίζει. Που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πέρα από το να προσμένουμε τον ερχομό του φθινοπώρου. Κι ας ελπίσουμε πως τον επόμενο χειμώνα, θα τον καταλάβουμε ως χειμώνα και όχι ως άνοιξη ή καλοκαίρι. Αλλά ο Μάρτης, κράτησε την υπόσχεσή του και πάλι. Ποτέ δεν μας προδίδει ο Μάρτης, είναι τίμιος.