Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Αντίδραση



Πάντοτε ένοιωθα παράνομος. Παράνομος και μια αίσθηση ενοχής πως εγώ φταίω. Από μικρό παιδί. Απ’ όταν ξεκίνησα να μαθαίνω τον κόσμο, η φύση μου δεν λειτουργούσε σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα. Η κοινωνία ήταν ένα στενό πλαίσιο κι εγώ εξείχα. Έτσι, από το νηπιαγωγείο ακόμη, θυμάμαι εκείνη τη φορά που τους είχα κλειδώσει όλους μέσα σπάζοντας το κλειδί. Και τότε που είχα ρίξει κάτω τα σκηνικά που μας κάναν κουκλοθέατρο, γιατί, έτσι. Κι αργότερα στο δημοτικό που κατέβαζα τα βρακιά από τις συμαθήτριές μου, για να δω τι διαφορετικό είχαν από μένα. Και είδα. Κι όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν μπάλα ή μπάσκετ, να κάθομαι παράμερα και να τραγουδώ η ζωή τραβάει την ανηφόρα, χωρίς συνείδηση των στίχων τότε και της αντικοινωνικής μου συμπεριφοράς. Ένοιωθα απολύτως φυσιολογικός, το λάθος το είχαν οι άλλοι, αυτοί που γίνονταν μάζα. Ήξερα πως είμαι μονάδα και μάλιστα, μια ιδιαίτερη. Κι όταν οι μεγαλύτεροι με πείραζαν, πηδούσα πάνω με όλη μου τη δύναμη και τους άστραφτα μια μπουνιά στα μούτρα, τρέχοντας έπειτα να κλειστώ στις τουαλέτες μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για να μη με πιάσουν και τις φάω.

Κι αργότερα στο γυμνάσιο και το λύκειο που μπαίναμε κρυφά το βράδυ από το παράθυρο και κλειδώναμε την τάξη, έτσι ώστε την επόμενη ημέρα να μη μπορέσουμε να κάνουμε μάθημα αν δεν παραβιαζόταν η πόρτα ή δεν φώναζαν κλειδαρά. Ως αντίδραση πάντα και χωρίς πλήρη συνείδηση των πράξεων. Μου άρεσε πάντα να ενοχλώ το σύμπαν, κι έτσι πορεύτηκα.

Αργότερα στις δουλειές που άλλαζα κάθε τρις και λίγο κι έπειτα στο στρατό, που δεν ήθελα να πάω, αλλά τότε δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. 18μηνο ήταν τότε, αλλά με τη συμπεριφορά μου, κατάφερα συν 4 μήνες φυλακή. Και παρόλα τα καψώνια και τις φυλακές, δεν τους άφησα να νομίσουν ούτε στιγμή πως με έχουν φέρει στα μέτρα τους.  Με πήγαν στον ψυχίατρο στους 14 μήνες για 6 μήνες αναβολή, αλλά δεν δέχτηκα. Αφού με φέρατε ως εδώ, θα το πάω στο τέρμα. Και συνέχισα με ένα στρατοδικείο στην πλάτη μου και πολλές φυλακές. Και τα κατάφερα και βγήκα και από κει, ηττημένος αλλά νικητής, κι ας είχαν καταφέρει να με ιδρυματοποιήσουν. Το ξεπέρασα κι αυτό. Και μετά ξανά δουλειά ή δουλεία καλύτερα, και χαμαλίκι και καταστολή.  Και πάντα αργούσα το πρωί  γιατί καθόμουν και έγραφα ως τις 04:00 και κοιμόμουν, αν κοιμόμουν, 2 ώρες την ημέρα. Και κάθε μέρα το ίδιο βιολί ώσπου, μια αυτοάνοση ασθένεια, ήρθε να με απαλλάξει απ’ όλα αυτά.

Αν δεν αντέχεις τη ζωή σου, δοκίμασε να πεθάνεις. Είναι ο μόνος τρόπος να λυτρωθείς. Αυτές τις αποφάσεις καμιά φορά, τις παίρνει το ίδιο το σώμα σε συνεργασία με την ανυπότακτη ψυχή, κι έτσι δεν χρειάζεται να γίνεις για τους άλλους αυτόχειρας. Πάει πλαγίως. Κατάφερα να επιζήσω λοιπόν, αλλά δεν άλλαξα στο ελάχιστο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Γεγονός είναι πως συνέχισα να αντιδρώ στο κάθε τι.
Στον αμόρφωτο εισπράκτορα του λεωφορείου, στους μικροαστούς, στους μπάτσους, στο φασισμό, στο κράτος. Αντίδραση χωρίς να με ενδιαφέρουν οι συνέπειες. Αντίδραση και στις κινηματικές συνελεύσεις που αναλώνονται και ανακυκλώνονται γύρω από μια ψυχοθεραπεία, χάνοντας το στόχο και χάνοντας τα πάντα στην τελική. Αντίδραση στην αντιεπαναστατικότητα του κινήματος, αντίδραση στους συντρόφους, αντίδραση στους συμπότες και συμποσιαστές.

Το μόνο δεδομένο είναι πως τίποτα δεν είναι δεδομένο και αν δεν βγούμε μπροστά απαιτώντας τα πάντα ή κάνοντας κινήσεις για να τα αποκτήσουμε χωρίς να λογαριάζουμε νόμους, κράτη και περιστάσεις, δεν θα καταφέρουμε ποτέ τίποτα. Κι επειδή όλο αυτό μοιάζει ουτοπία, συνεχίζω να κρατώ την ίδια στάση αντιδρώντας σε όλους και σε όλα.

Ίσως να μην κερδίσω ποτέ τίποτα, αλλά δεν θα έχω συμβιβαστεί ποτέ, αδιαφορώντας παντελώς για το τομάρι μου.

Αυτή είναι η δικιά μου στάση ζωής και δεν ζητώ να την ακολουθήσει κανείς.