Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Το μαύρο μπουφάν

(ή ένας αστικός μύθος)

Αυτή η ιστορία που θα σας διηγηθώ, συνέβη πριν πολλά χρόνια, τον καιρό της εφηβείας. Κι όσο απίστευτη κι αν σας φανεί, ήταν κάτι που πραγματικά συνέβη, δίχως να μπορέσω να δώσω μια λογική εξήγηση, ούτε τότε, ούτε πολλά χρόνια αργότερα. Είναι η λογική λοιπόν το κατάλληλο εργαλείο ή –καμιά φορά–  συμβαίνουν πράγματα που αδυνατούμε να εξηγήσουμε και που όμως, ζώντας τα, νιώθουμε πως είναι αδιαμφισβήτητα; Δεν υπήρξε απάντηση ποτέ, κι έτσι, δέχτηκα αυτό το γεγονός, ως κάτι που με επηρέασε για πάντα. Έτσι λοιπόν, θα αρχίσω να σας ιστορώ και, ίσως, να μπορέσετε να με καταλάβετε. 

Ήμουνα τότε 16 με 17 χρονών, και κάποια συμμαθήτριά μου, θα έκανε ένα πάρτυ με αφορμή τα γενέθλιά της. Ήταν καλεσμένη όλη η παρέα και σίγουρα θα περνούσαμε ωραία. Δεν είχα λοιπόν λόγο να αρνηθώ την πρόσκληση. Και κάτι τέτοιες συγκεντρώσεις, είναι πάντα ευκαιρία να φλερτάρουμε, να πιούμε και να έρθουμε πιο κοντά. Και ίσως να συμβεί το πολυπόθητο αγαθό, να γνωρίσουμε κάποια κοπέλα και να τα φτιάξουμε – όπως λέγαμε τότε. Έτσι λοιπόν, φόρεσα τα καλά μου ρούχα, ένα ελαφρύ μπουφάν – γιατί είχε ψύχρα – πήρα την καλή μου διάθεση και πήγα στο πάρτυ. Εκεί η κατάσταση ήταν όπως έπρεπε να ήταν. Εύθυμοι άνθρωποι, αλκοόλ, μουσική, κουβέντα, φλερτ, χορός. Χαιρέτησα τους φίλους και βρήκα τη θέση μου ανάμεσά τους. Άρχισα λοιπόν να παίζω το ρόλο μου.

Τότε ήταν που την αντίκρισα πρώτη φορά. Μια πολύ όμορφη κοπέλα, κάπως περίεργα χλωμή -  που καθόταν σε μια γωνιά και δεν μίλαγε με άλλους. Την πλησίασα και αρχίσαμε να συζητάμε. Μου κέρδισε το ενδιαφέρον κι έμεινα μαζί της όσο διήρκεσε το πάρτυ. Με είχε ενθουσιάσει και ένιωθα πως ήταν αμοιβαίο. Είχε μαύρα μακριά μαλλιά και μια κάτασπρη επιδερμίδα, κάπως μυστήρια αλλά πανέμορφη συνάμα. Με είχε συνεπάρει και εξάντλησα όλη τη γοητεία μου για να την κερδίσω. Μάλλον τα είχα καταφέρει κι έτσι, όταν πέρασε η ώρα κι έπρεπε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, μου ζήτησε να τη συνοδεύσω. Δέχτηκα δίχως άλλο, χαιρετίσαμε και φύγαμε.

Προχωρούσαμε μαζί στο δρόμο και συζητάγαμε ενώ πιανόμασταν χέρι χέρι. Είχε ψύχρα κι άρχισε να κρυώνει. Τότε ήταν που της πρόσφερα το μπουφάν μου και την έπιασα από τη μέση. Ήμουν απίστευτα γοητευμένος και απολάμβανα την κάθε στιγμή. Αλλά, νεαροί καθώς ήμασταν και οι δυο σε μια παλαιότερη εποχή, δεν έπρεπε να δώσουμε δικαίωμα, να μας δουν μαζί. Φτάνοντας κοντά στο σπίτι της, μου ζήτησε να κρατήσει το μπουφάν και να περάσω να το πάρω την επόμενη μέρα. Μου έδειξε την πόρτα που έμενε και μου είπε να μην πλησιάσω άλλο. Ήταν στο απέναντι στενό. Της υποσχέθηκα πως θα περάσω την επόμενη μέρα να ζητήσω το μπουφάν μου και με την ευκαιρία, να την ξαναδώ. Δώσαμε ένα φιλί και αποχωριστήκαμε. Γύρισα στο σπίτι μου τόσο ευτυχισμένος! Επιτέλους, είχα βρει μια κοπέλα να μου ταιριάζει και θα την έβλεπα και την επόμενη μέρα. Έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα με μια αίσθηση αγαλλίασης να με πλημμυρίζει. 

Την επόμενη μέρα σηκώθηκα με το ίδια συναίσθημα. Ήταν τόσο απλό λοιπόν – κι όσο σκεφτόμουν πως θα περάσω από το σπίτι της με αφορμή το μπουφάν για να την ξαναδώ, ίδρωνα και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Τα είχα καταφέρει λοιπόν, είχα ερωτευτεί.

Αφού έρχεται το απόγευμα, το παίρνω απόφαση να πάω να τη βρω. Η αγωνία μου ήταν μεγάλη αλλά και η επιθυμία επίσης. Πήρα το δρόμο για το σπίτι της. Φτάνοντας έξω από την πόρτα της, στάθηκα να το σκεφτώ λιγάκι. Πήρα την απόφαση και χτύπησα το κουδούνι. Ανοίγει η μάνα της, τη χαιρετάω και ζητάω την Αναστασία. Η μάνα της με κοιτάει αμήχανα και παγερά. Της λέω για το μπουφάν και ό,τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Μου λέει πως είμαι παράλογος και πως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Εγώ επιμένω. Τότε ήταν που μου είπε πως η Αναστασία είχε πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια και να σταματήσω αυτή την ενοχλητική φάρσα. Πάγωσα. Δεν την πίστεψα και ζητούσα εξηγήσεις. Τότε ήταν που μου είπε το εξής: "αν δεν με πιστεύεις, πήγαινε στο τρίτο νεκροταφείο στον τάδε διάδρομο και θα δεις τον τάφο της", κλείνοντάς μου την πόρτα κατάμουτρα.


Δεν πίστεψα τίποτα, απλά δεν θα ήθελε να έχει σχέσεις η κόρη της και φαντάστηκε όλη αυτή την ιστορία. Αλλά μέσα μου υπέφερα και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Θα μπορούσε να με έχει διώξει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, αυτό όμως, ήταν μακάβριο.  Πήρα τους δρόμους και περπατούσα άσκοπα. Είχε συννεφιά χωρίς να βρέχει. Αποφάσισα να πάω στο νεκροταφείο να κοιτάξω, δεν ξέρω γιατί, δεν είχα καμιά ελπίδα. Η κοπέλα που είχα ερωτευτεί δεν ήθελε να με ξαναδεί ή έστω οι γονείς της δεν την άφηναν. Συνέχισα να περπατώ ώσπου βρέθηκα στο νεκροταφείο και ακολούθησα τις οδηγίες για τον τάφο που μου είχε πει η μάνα της. Βρήκα τον τάφο και με έκπληξη βλέπω το όνομά της πάνω στην ταφόπλακα. Και η ημερομηνία θανάτου της, ήταν όντως πεθαμένη εδώ και 5 χρόνια. Και πάνω στον τάφο της, αυτό που αντίκρισα, μου έκοψε τα πόδια, μου στέρεψε την ανάσα, με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Ήταν απλωμένο εκεί το δικό μου μπουφάν, αυτό που της είχα δώσει το προηγούμενο βράδυ. 



Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Οι φυγάδες


Αυτό που συνέβη με την επιστροφή μου, κι ακόμα δεν έχω μιλήσει με κανέναν, δεν έχω ιδέα τι, αλλά αυτό που συνέβη, ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Σε μια άλλη διάσταση ίσως, αλλά ήταν.
Και όλα ξεκίνησαν από το φευγιό μου. Είπα να παίξω ένα παιχνίδι, να αστειευτώ, να παραπληροφορήσω ή να τρολάρω καλύτερα. Κι έτσι έκατσα κι έφτιαξα ένα σενάριο που μου βγήκε τελείως αυθόρμητα ως αληθινό. Το γεγονός όμως που το πίστεψαν όλοι, με ξεπερνάει και με κάνει να αναρωτιέμαι. Το έκανα βέβαια έτσι ώστε να είναι πιστευτό και αυτό βοήθησε πως βασίστηκα σε αληθινά γεγονότα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να καταλάβεις, αφού αυτό αφορά κι εσένα.

Δεν έκρυψα ποτέ τον έρωτά μου για σένα, ναι, αυτόν τον “πλατωνικό” έρωτα. Τον ενθουσιασμό και όλο το συναίσθημα και το κοινώνησα σε όλους τους φίλους και γνωστούς: δείτε με πόσο ευτυχισμένος είμαι, μάθετε όλοι για τον έρωτά μου! Γίνεται μέτοχοι, ζήστε το μέσα από μένα, πιστέψτε το. Σαν παιχνίδι στην αρχή, αλλά κι έπειτα. Κι έτσι το έδαφος ήταν ήδη προετοιμασμένο.  Ήταν μια όμορφη κατάσταση που με βοήθησε μέσα μου και που την έκανα φανερή σε όλους. Μα για να δούνε την ευτυχία μου φυσικά, και να τους δείξω πως η δυστυχία είναι κάτι που το φέρουμε μέσα μας και πρέπει να αποβληθεί. Και ίσως έναν τρόπο για την κατάσταση της ευδαιμονίας. Όλα είχαν γίνει έτσι όπως έπρεπε, χωρίς κανένα σχέδιο ή άλλο τρόπο. Έτσι διατήρησα μια ιδανική – ουτοπική εικόνα. Είπα λοιπόν να παίξω με αυτή.

Πηγαίνοντας λοιπόν Κρήτη, όπου θα με φιλοξενούσε μια φίλη που είναι στην ομάδα του κυνικού υπερρεαλισμού, σκέφτηκα να πειράξω τα άλλα μέλη της ομάδας, όντας χωρίς τηλέφωνο και πρόσβαση στο ίντερνετ, και να παίξω τον αγνοούμενο. Γνωρίζοντας από το παρελθόν μου οι φίλοι τις “εμπειρίες ενός πνιγμένου” (βιβλίου μου το 2011, βασισμένο την τελευταία επιστολή του Κ. Καρυωτάκη που έλεγε στο υστερόγραφο πως, όποιος γνωρίζει κολύμπι, να μην επιχειρήσει να αυτοκτονήσει στη θάλασσα) - ήταν εύκολο να πιστέψουν ένα τέτοιο σενάριο. Γράφω συχνά ως νεκρός στα διηγήματά μου. φοβήθηκαν λοιπόν μήπως και έκανα πράξη αυτή τη φαντασίωση του αυτόχειρα.

Έτσι λοιπόν, είπα στη φίλη μου τη Βίκυ (που με περίμενε στην Κρήτη), να παίξει το παιχνίδι μου και να με βοηθήσει. Της είπα να γράψει στην ομάδα του κυν. υπ. πως, ενώ με περίμενε δεν έφτασα ποτέ! Κι αυτό από μόνο του, ήταν αρκετό.
Έτσι, βάλαμε άπαντες σε ανησυχία και όλοι οι φίλοι και γνωστοί, έπαιρναν τηλέφωνο να δούνε αν ζω, αλλά το τηλέφωνο ήταν κλειστό. Κινητοποιήθηκαν για να με βρουν, αλλά κανένα σημάδι δεν είχαν. Υπήρξα για λίγο νεκρός παίζοντας το παιχνίδι μου. Κι αφού αυτό κράτησε κάποιες ώρες και είδα πως τα πράγματα σοβαρεύουν αρκετά, είπα να δώσω μια λύση, αλλά όχι έτσι ανώδυνα. Σκαρφίστηκα λοιπόν το εξής: “Να πείτε σε όλους πως έκλεψα τη Δεσποινίδα Δρένια και πως πήγαμε να παντρευτούμε σε κάποιο ξωκλήσι κάτω από τον Ψηλορείτη και πως τώρα είμαστε κυνηγημένοι και φυγάδες και μας ψάχνουν να μας βρουν, αλλά δεν μπορούν γιατί μας φυγαδεύουν στα βουνά τσι Κρήτης! ”.

Και ναι, το πίστεψαν όλοι, και άλλοι μας έδιναν συγχαρητήρια και να ζήσουμε, ενώ άλλοι βάζανε μπροστά αναστολές και μικροαστισμούς, πως δεν είναι αυτό σωστό κλπ. Πολύ γέλιο! Αλλά μόνο εγώ με τη Βίκυ γελάγαμε που ξέραμε την αλήθεια. Οι άλλοι είχανε πιστέψει πως όντως, έτσι συνέβη.  Ναι δεσποινίδα Δρένια, τώρα πια είσαστε κυρία Δρένια ενός τρελού ποιητή και φυγάδες οι δυο μας για να ζήσουμε τον έρωτά μας στην Κρήτη!

Πώς έγινε όλο αυτό, ούτε που κατάλαβα. Λίγη πλάκα θέλαμε να κάνουμε, και να τώρα. Άντε να εξηγήσω σε όλους πως όλο αυτό ήταν μια πλάκα, ένα καλόγουστο ή κακόγουστο αστείο, που όλοι όμως πίστεψαν! Τελικά, λες να ήταν αλήθεια;  Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, σίγουρα. Πώς είναι δυνατό αλλιώς, ένα τέτοιο ψέμα, να γίνει τόσο πιστευτό απ’ όλους όσους με γνωρίζουν;

Το λοιπόν, αν σε ρωτήσουν ποτέ, πες ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι. Και προς θεού ή άλλου δαίμονα, μην πεις ποτέ την αλήθεια. Δεν θα την πιστέψει κανείς.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Δυο σελήνες



Έχουμε βρεθεί με έναν φίλο, σε μια πλατεία, όπου μετά από τη ρακοποσία μας, αποφασίζουμε να συνεχίσουμε με μπύρα. Και συνεχίζουμε με μπύρα και μιλάμε και είχε σελήνη, μεγάλη, και τη βλέπαμε και μας έβλεπε κι αυτή. Και ίσως, για να μας κοροϊδέψει, φεύγει από κει που είναι και δημιουργείται μια νέα, εντελώς όμοια, στο πλάι της. Και τη βλέπω μόνο εγώ, και το λέω στο φίλο, αλλά αυτός με διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχουν δυο, αλλά μία. Μα εγώ βλέπω δύο και του τις δείχνω, και φαίνεται να με καταλαβαίνει, αλλά δεν μπορεί να τις δει. Τις δυο σελήνες.

Κι έτσι κάθομαι και του περιγράφω τι βλέπω, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι μονά. Τίποτε άλλο δεν είναι διπλό πέρα από τη σελήνη που έτσι τη βλέπω μόνο εγώ. Και δεν μπορεί να τη δει ο φίλος. Και το γεγονός αυτό, δεν μπορεί να το εξηγήσει κανείς, αλλά συμβαίνει. Κι αφού το βλέπω, είναι η δική μου αλήθεια. Και αρχίζω να του περιγράφω πως η μια σελήνη ξεκόλλησε από την άλλη και πως γίναν δύο και πόσο μαγικό είναι αυτό – κι αυτός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να με παροτρύνει να το γράψω και να το κάνω ποίημα. Μα δεν μπορώ, κι εξαντλημένος καθώς είμαι, πέφτω σε έναν ύπνο δίχως όνειρα, γνωρίζοντας ωστόσο πως, ό,τι είδα, ήταν αληθινό.



Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Η γάτα στο κλαδί




Αυτή την περίοδο της ζωής μου, ζω το βράδυ. Νομίζω πως κάθε περίοδο της ζωής μου ζω το βράδυ, αλλά τελευταία, δεν κοιμάμαι ποτέ πριν το ξημέρωμα. Έτσι λοιπόν, γνώρισα τη γάτα. Αυτή την άσπρη γάτα, με λίγο μαύρο σε σημεία, που κάθε πρωί, με το ξημέρωμα, ανεβαίνει στη νεραντζιά που έχω κάτω από το παράθυρό μου.

Έτσι, κάθε που ανοίγω τα παράθυρα να μπει η μέρα μέσα, να νιώσω την πρωινή αύρα, βλέπω τη γάτα κάτω από το παράθυρό μου, ανεβασμένη στη νεραντζιά, να κάθεται στον κορμό που διακλαδώνει και με κοιτάει και της μιλάω. Και με καταλαβαίνει, αλλά δεν απαντάει γιατί είναι γάτα. Αράζει εκεί ατάραχη ενώ τα πουλιά κελαηδούν και τόσο ευχαριστιέμαι το κελάηδισμά τους, μα δεν τα βλέπω. Τα βλέπει όμως αυτή και ξέρω πως παραμονεύει, αλλά τα πουλιά δεν της κάνουν τη χάρη, ούτε αυτή ταράσσεται ιδιαιτέρως. Ακούει εμένα, ακούει τα πουλιά, βλέπει εμένα, βλέπει τα πουλιά, και ξέρω πως θέλει να τα φάει! Αυτή είναι η φύση της.

Αλλά εγώ την αγαπώ και της το συγχωρώ. Και το ξέρει, κι αυτό μου κάνει εντύπωση: πως το ξέρει. Κι έπειτα αράζει πάλι στο κλαδί και δέχεται τη μέρα που έρχεται. Ακριβώς όπως εγώ. Μόνο που αυτή θα συνεχίσει τη μέρα της, ενώ εγώ θα πέσω για ύπνο. Και με συγχωρεί αλλά ξέρει πως τα αιλουροειδή κινούνται τη νύχτα, και μου αναγνωρίζει αυτή την τάση, κι έτσι με αφήνει να κλείσω τα παράθυρα και να κοιμηθώ. Ξέρει πως θα ξυπνήσω μεσημέρι και ξέρω πως όταν ξυπνήσω, δεν θα τη βρω εκεί. Αυτή είναι η ώρα μας, εμένα και της γάτας. Και κάθε που χαράζει, ανεβαίνει στο δέντρο και λέμε καλημέρα.

Αυτή η γάτα κουβαλάει όλη τη σοφία που εγώ, ως ταπεινός άνθρωπος, παλεύω να γνωρίσω. Εντάξει, ίσως κάποτε τα καταφέρω, ίσως και όχι. Αλλά ποτέ η γάτα δεν θα πάψει να γνωρίζει για μένα κι εγώ να γνωρίζω τη γάτα. Ευτυχώς, όλα αυτά τα χρόνια, κατέκτησα μια μικρή σοφία, έτσι ώστε να αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο της γάτας.

Και συνεχίζει να με κοιτάει με ευδαιμονία, αλλά εγώ δεν το αντέχω, και κλείνω τα παντζούρια να κοιμηθώ. Ηττημένος πάντα, αλλά τόσο γεμάτος ικανοποίηση.
Καλημέρα λοιπόν,
Καληνύχτα…
Ξημέρωσε!





Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Ο πίνακας “Χ – έγερση υποσυνειδήτου”



Ήταν, ουσιαστικά, ο πρώτος πίνακας που επιχείρησα να κάνω. Είχα πάρει λάδια, καμβά, πινέλα, όλα τα υλικά. Τα άφησα στο σαλόνι και περίμενα να μου μιλήσουν. Και το έκαναν. Έτσι, μια μέρα, πήρα τον καμβά και άρχισα να του βάζω μαύρο από το σωληνάριο και να το απλώνω με ένα πινέλο φαρδύ, χωρίς νέφτι ή τίποτε άλλο. Τον έφτιαξα όλον μαύρο. Περίμενα να στεγνώσει μάταια.

Μετά από δυο μέρες, αποφάσισα να το επιχειρήσω. Δεν ήξερα να χρησιμοποιώ τα πινέλα, δεν ήξερα να ζωγραφίζω. Είχα πάρει κάτι σπάτουλες. Είπα να δοκιμάσω αυτές πρώτα. Κι έπειτα, τα χρώματα… τι χρώματα θα χρησιμοποιήσω; Μαύρο είναι, άρα, κόκκινο και κίτρινο. Αυτά μόνο.

Έπιασα τη σπάτουλα και πήρα το κίτρινο, το οποίο άπλωσα με γρήγορες κινήσεις. Έπειτα το κόκκινο, και μετά το μαύρο ξανά, και μετά πάλι κίτρινο και κόκκινο. Και πήγαινα μακριά και το κοιτούσα. Επέστρεφα κι έβαζα κι από μια πινελιά. Κι έπειτα μου άρεσε και είπα να σταματήσω και πως, ως εδώ είναι. Είπα να τον υπογράψω όταν κατάλαβα πως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα πινέλα γιατί έχει τόση πολύ μπογιά απάνω, που γίνεται λάσπη. Έγραψα λοιπόν δειλά δειλά τα αρχικά μου κάτω δεξιά στον πίνακα, με πλατιά γράμματα που όμως προσπάθησαν πολύ να γίνουν λεπτά.

Ήταν το πρώτο μου έργο. Το αγάπησα. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω ποτέ απ’ αυτό. Εξάλλου, δεν έχει ακόμα στεγνώσει. Και τώρα, μετά από 10 χρόνια που τον πιάνω στα χέρια μου, τα χρώματα κολλάνε ακόμα. Δεν εξηγείται… αυτός ο πίνακας δεν θα στεγνώσει ποτέ!
Και είναι ζωντανός, και παραμένει ζωντανός όσο παραμένω κι εγώ. Όσο κρατήσει μέχρι να περάσουμε και οι δύο στη ανυπαρξία. Ή τουλάχιστον, ο ένας από τους δυο.




Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Μια άλλη μέρα



Σηκώθηκα κάποια στιγμή από το κρεβάτι, όχι πρωί βέβαια, ντύθηκα όπως πάντα και αποφάσισα να μην πιω καφέ. Ούτε πλύθηκα, αλλά σαφώς κατούρησα. Είχα τα μαλλιά μου ανάκατα και τις χαρακιές από το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου. Έβγαλα το περίστροφο από το συρτάρι – το οποίο μου είχε χαρίσει κάποιος και δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ πριν – πήρα όλα τα φυσίγγια που είχα και βγήκα να κάνω τον περίπατό μου. Το είχα γεμάτο και το κρατούσα στο χέρι ενώ τις υπόλοιπες σφαίρες τις είχα βολέψει στις τσέπες και το σώβρακό μου.

Βγαίνοντας λοιπόν από το σπίτι, βλέπω την κυρία τάδε που τη συμπαθούσαν όλοι, όπως κι εγώ άλλωστε. Έπλενε κάτι χαλιά στο πεζοδρόμιο και την απάλλαξα από τη θλιβερή ύπαρξή της. Θα πρέπει να με ευγνωμονεί τώρα, αλλά τι κρίμα που δεν υπάρχει για να το κάνει. Έπειτα κάποιοι από τη γειτονιά, βγήκαν να δουν τι συμβαίνει. Χαρίζοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του καθενός, κανείς άλλος δεν έδειξε περιέργεια. Οι υπόλοιποι, μάλλον, ταράχτηκαν από την ένταση και προτίμησαν να παρακολουθούν πίσω από τις κουρτίνες. Ίσως, σοφά έπραξαν.

Συνέχισα το δρόμο μου και συνάντησα αυτόν τον συμπαθέστατο κύριο που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι του. Φάνηκα γενναιόδωρος και χάρισα στον καθένα τους από μια σφαίρα. Βέβαια, λέρωσαν κάπως το δρόμο με αίματα και τα σχετικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, θα τα καθάριζε ο δήμος την επόμενη. Έπειτα, μια κυρία που δεν τη γνώριζα κι ένα παλικάρι. Τους έστειλα να κάνουν παρέα μαζί με τους προηγούμενους. Δεν ήθελα να έχεις κανείς παράπονο.

Ο ήλιος έλαμπε και υπήρχε κίνηση. Δεν θέλησα να κάνω διακρίσεις κι έτσι, όποιος βρίσκονταν στο δρόμο μου, είχε την ίδια τύχη. Το όπλο άδειασε κι έτσι αναγκάστηκα να το ξαναγεμίσω. Ευτυχώς, είχα αρκετές σφαίρες, δεν ξέρω πόσες – ποιος μετράει άλλωστε; Αναζητούσα τη γαλήνη και θα την έβρισκα μαζί με όλους τους άλλους. Δεν υπήρξα ποτέ εγωιστής, πάντα ήθελα να μοιράζομαι πράγματα. Ένας μεγάλος αλτρουισμός με διακατείχε και ήθελα να τον εκφράσω. Το να κρατάς τα αισθήματά σου φυλακισμένα, είναι μεγάλο έγκλημα κι εγώ, κάθε άλλο παρά εγκληματίας ήμουν. Έτσι συνέχισα να προσφέρω τη γαλήνη και τη χαρά σε όποιον βρισκόταν γύρω μου. Αλίμονο, πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς;

Ένοιωσα, όμως, οι σφαίρες να λιγοστεύουν στις τσέπες μου και γέμισα για τελευταία ίσως φορά, το περίστροφο. Κάποιες σειρήνες που είχαν κατακλύσει το ηχοτοπίο και ο μεγάλος όχλος συνάμα, ενοχλούσαν τη πολυπόθητη γαλήνη που ήθελα νοιώσω – αλλά και να προσφέρω. Έτσι, κάποια ανθρωπάκια με γαλάζιες στολές – εμφανώς τρομοκρατημένα – βρέθηκαν μπροστά μου μαζί με τα ασπρογάλανα οχήματά τους, να μου κόβουν το δρόμο. Κατάλαβα πως λόγω καταπίεσης, αυτοί με είχαν περισσότερη ανάγκη, κι έτσι αποφάσισα να μην τους αφήσω αδικημένους και να σπαταλήσω όσες σφαίρες μου είχαν απομείνει σε αυτούς. Βέβαια, φαίνεται, πως κι αυτοί, από αλληλεγγύη, είχαν τα δικά τους όπλα τα οποία και έστρεφαν εναντίον μου, μάλλον για τον ίδιο σκοπό: Τη χαρά για την επερχόμενη γαλήνη με τον μοναδικό τρόπο που αυτή μπορεί να επιτευχθεί.

Πέτυχα κάποιους απ’ αυτούς κι εν μέρει, κατάφερα το σκοπό μου, αλλά ήταν περισσότεροι και είχαν πλεονέκτημα, κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ επιτέλους να κατακτώ αυτό που πρόσφερα σε όλους αυτούς τους συντρόφους, συνδαιτυμόνες, συμπολίτες κλπ. Την υπέρτατη γαλήνη της ανυπαρξίας που τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι είχαν επικαλεστεί και διδάξει, ο καθένας ξεχωριστά ανά τους αιώνες, για τη λύτρωση και την ευδαιμονία του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, το αιμόφυρτο και διάτρητο από τις σφαίρες πτώμα μου, να ήταν, όχι μόνο η απάντηση, αλλά και η κατάκτηση της Σοφίας αυτής.

Ο σκοπός όλων είχε επιτευχθεί κι εγώ, όπως και όλοι οι σύντροφοι και τα στρουμφάκια που βρέθηκαν μπροστά μου εκείνη την ωραία ημέρα, καταφέραμε να κερδίσουμε το απροσδόκητο: Το αίμα μας να βάψει την άσφαλτο και τα πεζοδρόμια της άθλιας αυτής πόλης σαν αφηρημένη εξπρεσιονιστική τέχνη ή σαν μαυροκόκκινο λάβαρο που παράτησαν στο δρόμο κάτι παραιτημένοι πια επαναστάτες, προσφέροντάς μας το υπέρτατο και πολυπόθητο αγαθό της γαλήνης και της ουτοπίας, σε έναν μάταιο κόσμο.

Αργότερα, κάποιοι είπαν για έναν μανιακό δολοφόνο και πολλά θύματα, χωρίς να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια στάση ενάντια στο παράλογο της ζωής και πως ο θήτης δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν απελπισμένο αυτόχειρα που ήθελε να σώσει, όσο το δυνατό περισσότερους. Μόνο που αυτός, την αυτοχειρία του, την έθεσε σε άλλους, παίρνοντας φυσικά και όσους εκτιμούσε, μαζί του. Αλίμονο, μαζί με αυτούς και κάποιους που δεν εκτιμούσε, αλλά αυτοί ανήκουν πραγματικά στο ανθρώπινο είδος;



Αναδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "εκδόσεις το κόλο" 

Όπως επίσης και στο Μονόκλ. 
Δείτε εδώ 




Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Η βέσπα του πατέρα

Η βέσπα του πατέρα μου, ήταν κόκκινη με μαύρους τροχούς (όπως όλα τα οχήματα έχουν μαύρους τροχούς), μοντέλο του 78. Παρατημένη, εδώ και χρόνια κάτω από το σπίτι. Τον είχαν πιάσει κάποιες φορές χωρίς κράνος και άδεια, αλλά αυτά είναι προφάσεις. Είδε πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει με τους ανήλικους ανεγκέφαλους μπάτσους κι έτσι αποφάσισε να την αφήσει ανενεργή. Εδώ και δέκα χρόνια!

Τη μια κλίση για κράνος, την άλλη για άδεια, την τρίτη γιατί έτσι, δεν θα δουλεύω εγώ για να πληρώνω τη μηχανή, είπε, έβγαλε τις πινακίδες και την άφησε στην κατηφόρα – να τη σταματάει μια νεραντζιά έξω από το σπίτι. Να σαπίσει, να πεθάνει εκεί. Και τόσα χρόνια του έλεγα:  γιατί δεν τη φτιάχνεις, γιατί δεν την κινείς; Και η απάντηση ίδια πάντα: θέλει λεφτά. Άδειες, κράνη ιστορίες, ποιος ασχολείται; Εξάλλου, υπάρχει το αυτοκίνητο. Κι έτσι η βέσπα έμενε να πεθαίνει, παρατημένη κάτω από το σπίτι και κανείς να μην κάνει τίποτα. Κανείς… μπήκε στο μάτι πολλών. Ιδιαιτέρως, στα κλεφτρόνια της γειτονιάς.

Όταν ήμουν μικρός, άλλες εποχές, θυμάμαι πως η βέσπα αυτή ήταν οικογενειακό όχημα. Καθόμουν εγώ μπροστά, ο πατέρας μου που την οδηγούσε από πίσω, η μικρή μου αδελφή ενδιάμεσα και για να την προστατεύει, πιο πίσω η μητέρα μου. Στην ίδια σέλα και οι τέσσερεις. Κράνος, κανείς. Μα κανείς ποτέ δεν φορούσε τότε κράνος. Και κίνδυνος δεν υπήρχε. Κανένας.

Όταν η μάνα μου ήταν έγκυος σε μένα, σε κάποιο φανάρι του Κορυδαλλού, έπεσε από τη μηχανή, κι έτσι είπαν οι γιατροί πως εγώ θα έβγαινα κωλόπαιδο! Κι όντως, έτσι βγήκα, είχα γυρίσει στην κοιλιά της μάνας μου και όταν ήταν να με βγάλουν οι γιατροί στον κόσμο των ανθρώπων, αντί να πιάσουν το κεφάλι, έπιασαν τον κώλο μου. Και δεν χρειάστηκε ούτε καισαρική ούτε τίποτα. Κανονική γέννα, και με φάσκιωναν μετά επειδή τα πόδια μου ήταν πάνω λόγω θέσης στη μήτρα, και προσπαθούσαν να με κάνουν κανονικό άνθρωπο, αλλά αυτό, απ’ όσο αποδείχτηκε στη συνέχεια της ζωής μου, ήταν αδύνατο. Κωλόπαιδο εκ γενετής. Θα έπρεπε να με έχουν μισήσει, αλλά, παρόλα αυτά, με αγάπησαν. Τι να πω;

Αλλά αυτό που έχει ουσία, δεν είναι η δική μου στάση, αλλά η ιστορία αυτής της μηχανής. Της βέσπας.

Μεγάλωσα πάνω σε αυτή τη μηχανή. Κι όχι μόνο στα παιδικά μου χρόνια, αλλά κι αργότερα. Όταν δούλευα σε κάποιο εργοστάσιο στου Ρέντη, κι όταν αργούσα να ξυπνήσω, ως συνήθως, ο πατέρας μου με ξελάσπωνε. Με ανέβαζε στη βέσπα αυτή και με πήγαινε στη δουλειά. Και πάντα, για ό,τι χρειαζόμουν, η βέσπα ήταν πάντα εκεί. Μέχρι που έφυγα από το σπίτι.

Ήξερα πως την κινούσε ως γνήσιος βεσπάκιας, ούτε κράνη, ούτε άδειες ούτε μαλακίες. Αλλά φαίνεται πως οι μπάτσοι έπεσαν πολλοί κι έκαναν έλεγχο ακόμα και στους πατεράδες τους. Εκεί ήταν που αποφάσισε να την παρατήσει κάτω από το σπίτι. Τι να πληρώνουμε; Εδώ δεν έχουμε για τα βασικά. Και η ελευθερία της βέσπας, έμεινε στα αζήτητα. Και φυσικά, περιορίστηκε και η δική μας ελευθερία. Δεν γίνεται να πας για τσιγάρα και να σε σταματάνε οι μπάτσοι για τα σχετικά. Αλλά αυτό, όπως αποδείχτηκε  ήταν μεγάλο λάθος.

Παρατημένη κάτω από το σπίτι να τη βλέπουν όλοι για χρόνια, και χρόνια να μην κινείται, κάποια κλεφτρόνια πήραν την απόφαση. Κι όταν έχεις αφήσει κάτι εκεί και το θεωρείς δεδομένο, δεν υπάρχει. Ακόμα κι αν λείψει, δεν το καταλαβαίνεις. Έχεις την εντύπωση πως είναι εκεί. Κι έτσι ένα βράδυ, ένας φίλος μου το επισήμανε. Πού είναι η βέσπα του πατέρα σου; Κι εγώ του είπα: εκεί είναι. Κι όταν περάσαμε από το σπίτι, δεν ήταν τίποτε εκεί. Η απώλεια μπροστά μας. Ένα κενό.

Ήταν πια ξεκάθαρο. Την πήραν για ανταλλακτικά. Κι όταν γυρνούσε ο πατέρας και ρωτούσε στα καφενεία της περιοχής, όλοι ήξεραν και κανείς δεν ήξερε. Δεν βγάζεις άκρη.

Το ζήτημα όμως παραμένει, και θα παραμείνει για όσο ζούμε: Η βέσπα στην οποία μεγάλωσα, δεν υπήρχε πια. Και ο πόνος, κι ας μην έμαθα ποτέ να την οδηγώ. Σαν να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο. Και δεν έχει σημασία ποιος φταίει, όλοι μας φταίμε. Αλλά αυτή η απώλεια, όταν έχεις κάτι για μια ζωή και ξαφνικά έρχεται κάποιος και σου το παίρνει… δεν μπορείς να το δεχτείς. Δεν είναι η βέσπα, αλλά ένα κομμάτι της ζωής σου που έχει κλαπεί. Κι αυτό, όσο κι αν θες, είναι δύσκολο πολύ να το αντιμετωπίσεις. 


Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Μύκητας ερυσίβη της σίκαλης

Διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος

Υπήρχε κάποιο σπίτι κι εκεί μπροστά, μια γούβα με νερό. Κάποιοι βρίσκονταν μες τη γούβα κι άλλοι έξω. Δεν τους ήξερα όλους, σίγουρα ήξερα κάποιους, αλλά μέσα σε αυτή τη συνθήκη, δεν είχε σημασία τίποτα. Κι εκεί, μπροστά από το σπίτι, ένα παράθυρο με ένα μικρό μπαλκόνι. Θέλησα να σκαρφαλώσω εκεί και το έκανα χωρίς να το πολυσκεφτώ, με ακολούθησε κι ένας φίλος. Ίσως μάλιστα και αυτός να μου το πρότεινε. Νεαροί τότε, όλοι στην ίδια ηλικία, λίγο πριν ή μετά τα 18. Και δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή, αφού ανεβήκαμε στο μπαλκόνι, όλοι με είδαν σαν το φάντασμα του Jim Morrison. Του έφερνα λίγο εμφανισιακά, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Είχαμε όλοι πιει και όλοι με παρότρυναν να παίξω το ρόλο. Το έκανα αβίαστα. Άρχισα να απαγγέλλω τους στίχους του Τέλους, και όλοι εκεί, κάτω από το μπαλκόνι, να παρακολουθούν και να με προτρέπουν να συνεχίσω. Το σκηνικό ήταν ήδη έτοιμο. Έπαιζα τον  lizard king  και αυτοί τους θαυμαστές του. Κάποιοι τον προσκυνούσαν και όλοι ξέραμε πως είναι ψέμα, αλλά επίσης γνωρίζαμε πως κανείς δεν θα βγει ζωντανός από κει. Μας έμενε μόνο να το ζήσουμε. Ξεκίνησα να απαγγέλλω: This is the end beautiful friend, this is the end, my only friend the end…

Η παράσταση είχε τελειώσει και οι ζητωκραυγές ήταν μεγάλες. Με κάποιο τρόπο, όμως,  έπρεπε να κατεβούμε από το μπαλκόνι. Και όντως, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει κανείς πώς, τα καταφέραμε! Κι έτσι, εγώ με το φίλο, μετά από όλον αυτό τον θρίαμβο, θελήσαμε να βρεθούμε μέσα στη γούβα με το νερό. Κάποιο ψήγμα συνείδησης της φαινομενικής ανυπόστατης πραγματικότητας που μπορούσαμε ακόμα να αντιληφτούμε, μας έλεγε πως θα έπρεπε να απαλλαγούμε από τα ρούχα για να το καταφέρουμε. Για κάποιους πρακτικούς ίσως λόγους, που δεν ήμασταν σε θέση και δεν μας ενδιέφερε να εξηγήσουμε. Μπήκαμε λοιπόν μες το σπίτι και αναζητήσαμε αυτό το άλλο. Μόνο που κανείς δεν θυμόταν το λόγο που κατεβήκαμε κάτω, ούτε τον αρχικό μας σκοπό. Ρωτήσαμε τότε ό ένας τον άλλο, αλλά απάντηση δεν είχε να δώσει κανείς. Και τώρα τι κάνουμε; αναρωτηθήκαμε. Ας ανέβουμε ξανά πάνω στην επιφάνεια και βλέπουμε, είπε κάποιος από τους δύο. Τα βήματά μας όμως, ήταν σαν αυτά του αστροναύτη. Έτσι αιωρούμασταν μεταξύ κάθε βήματος και ο χρόνος που διήρκησε για να ανεβούμε ξανά στην επιφάνεια, ήταν αντιστρόφως ανάλογος του σχετικού.

Φαίνεται πως κάποια στιγμή τα καταφέραμε, αλλά στο προθάλαμο του σπιτιού, υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέπτης. Αυτό μου τράβηξε τόσο την προσοχή που, χωρίς να το θέλω, στάθηκα μπροστά του. Ουσιαστικά, δε στάθηκα εγώ μπροστά του, ο καθρέπτης με σταμάτησε και με καθήλωσε εκεί, ανήμπορο να αντιδράσω. Τότε, αυτό που αντίκρισα, με γέμισε τρόμο και αγονία.  Δεν ήταν το είδωλό μου, ή ίσως και να ήταν, αλλά σε πολύ νεαρή ηλικία – παιδική. Το μέγεθος, το πρόσωπό μου και όλα μου τα χαρακτηριστικά, είχαν εξωπραγματικά μικρύνει. Έβλεπα ένα παιδί σε ηλικία 5 με 6 χρονών. Έπειτα πρέπει να συνέχισα να μικραίνω. Προσπάθησα να αρθρώσω κάποιες λέξεις, αλλά δεν τα κατάφερα. Είχα ξεχάσει την ομιλία και το μόνο που μπορούσα να πω, ήταν φθόγγοι και φωνήεντα κάποιου που δεν έχει μάθει ακόμα να μιλάει. Μα γνώριζα καλά πως μπορούσα να μιλήσω κι έτσι, προσπάθησα πάλι. Κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο που έβγαινε από το στόμα μου ήταν άναρθρες κραυγές και κομπιάσματα με το είδωλό μου να είναι ένα παιδί. Τότε ήταν που σιγουρεύτηκα πως ήμουν πολύ μικρός, νήπιο και δεν γνώριζα απολύτως τίποτα. Ούτε γλώσσα, ούτε κόσμο, ούτε τίποτα. Αυτή μου η κατάσταση μου προκάλεσε ανησυχία και φόβο κι έτσι αποφάσισα να αφήσω αυτόν τον πνιγερό καθρέπτη και να ανέβω πάνω, εκεί που βρίσκονταν και οι υπόλοιποι, για να πάρω ανάσα. Ή καλύτερα, ο καθρέπτης με άφησε να συνεχίσω. Είχε επιτελέσει το έργο του.

Βγαίνοντας στην επιφάνεια, μια άλλη αίσθηση ήρθε να με καταβάλλει. Σαν η πραγματικότητα γύρω μου, να υπήρχε κυματιστή. Σαν να βρισκόμουν κάτω από το νερό και όλα πάλλονταν και κινούνταν αργά. Όλα κυματιστά, το σπίτι, οι άνθρωποι, η φύση, τα πάντα γύρω μου. Και δεν είχα βουτήξει στη γούβα. Τα παρατηρούσα για κάμποσο, δεν άλλαζε κάτι. Ένιωσα ναυτία και κάθισα σε ένα σκαλοπάτι. Αφέθηκα. Συνέχισε να συμβαίνει το ίδιο. Κάποιοι ίσως να μου μιλούσαν, σε κάποιους ίσως προσπαθούσα να μιλήσω. Κανένα αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να κράτησε – ποιος ξέρει για πόσο – κι έπειτα εξαφανίστηκα.

Εμφανίστηκα ξανά στο σπίτι το οποίο έμενα και μάλιστα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να έχω βάλει μουσική στα αυτιά μου και να παρατηρώ το ταβάνι. Βρισκόμουν σε πλήρη ακινησία και η μουσική έπαιζε περίεργα παιχνίδια με το νου. Πρέπει να άκουσα την αγαπημένη μου κασέτα, αλλά ήταν σαν να την ακούω για πρώτη φορά. Με εντυπωσίασε πολύ. Το κάθε όργανο, η φωνή του τραγουδιστή, η αίσθηση πως παίζουν για μένα και μόνο, η προσωπική μου ορχήστρα, η ψυχεδέλεια. Έπειτα δεν άκουγα αυτό που έπαιζε η κασέτα, είχε αλλάξει, και μια μουσική τύπου καμπαρέ ή τσίρκου, είχε κατακλείσει το άκουσμά μου. Τα αστέρια που κοιτούσα στο ταβάνι, έγιναν χορεύτριες καν καν κι έφτιαξαν έναν κύκλο και κατέβηκαν να χορέψουν γύρω από το κεφάλι μου κουνώντας τα υπέροχα πόδια τους πάνω – κάτω. Τις απολάμβανα αποσβολωμένος μέχρι να τελειώσουν το νούμερό τους κι έπειτα… ησυχία. Απόλυτη σιγή.

Έμεινα αδρανής για κάμποσο κι αισθανόμουν γεμάτος από ενέργεια. Τρομερή ενέργεια. Δεν τολμούσα να κάνω κίνηση καμιά. Φοβόμουν αυτή την ενέργεια. Σκέφτηκα, πώς θα ήταν να  προσπαθούσα να κινήσω το μικρό μου δάχτυλο του δεξιού χεριού. Έτσι, από περιέργεια, να δω τι θα γίνει. Και το επιχείρησα – και αυτό που είχε ως αποτέλεσμα, ήταν να νοιώσω πως, ένα τριαξονικό φορτηγό, με τρομερά μεγάλη ταχύτητα, περνάει από πάνω μου! Απίστευτη αίσθηση. Τρόμος και καύλα. Έπειτα είπα να το επαναλάβω, να δω αν θα συμβεί το ίδιο. Το ίδιο! Το είδα σαν παιχνίδι και το επανέλαβα κάποιες φορές. Έπαιζα με αυτό και δοκίμαζα τα όριά μου. Τα αποτελέσματα, γνωστά. Κάθε φορά το ίδιο. Η ίδια ένταση, όλα. Αν μόνο η κίνηση του μικρού μου δάχτυλου προκαλούσε κάτι τέτοιο, τότε, πώς θα ήταν να επιχειρήσω μια μεγαλύτερη κίνηση. Στην ιδέα και μόνο τρόμαξα και είπα να το αφήσω. Αφέθηκα στην ασφάλεια της γνωστής μου ακινησίας.

Παρέμεινα ξαπλωμένος με όλες τις αισθήσεις τεντωμένες και δεν έκανα τίποτα. Το φορτηγό σταμάτησε να περνάει από πάνω μου. Ησύχασα για λίγο έτσι. Μετά σκέφτηκα, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει το να γυρίσω το κεφάλι μου προς μια κατεύθυνση. Αυτό θα ήταν τόλμημα μεγάλο. Παρόλα αυτά, το αποφάσισα και γύρισα το κεφάλι μου προς την άλλη μεριά του δωματίου. Χωρίς να προλάβω να συνειδητοποιήσω τίποτε, είδα τον εαυτό μου να μεταφέρεται στην άλλη μεριά ξαπλωμένος – έτσι ακριβώς όπως ήμουν. Έπειτα τον είδα να σηκώνεται, να κάθεται για λίγο στο κρεβάτι και να με κοιτάει κι έπειτα, να τρέχει, να φεύγει τρέχοντας από την πόρτα!

Σηκώθηκα και με κοίταξα. Έφυγα, είπα. Τώρα έχω φύγει για τα καλά. Δεν είχα καμία απορία. Τώρα μπορούσα να γνωρίζω τα πάντα. Είχα ήδη φύγει και δεν με ενδιέφερε τίποτα. Είδα τον εαυτό μου να τρέχει από την πόρτα – και αυτό ήταν αρκετό.


Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στον ύπνο. Έμαθα πως τίποτε δεν γνωρίζω – κι αυτό είναι μια αρχή. Ο προθάλαμος της σοφίας. Κάτι είχα καταφέρει. Έτσι, εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα ήσυχος μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο ονείρων και χρωμάτων. 


Οι πίνακες που κοσμούν το κείμενο, είναι δικοί μου από μια σειρά που είχα φτιάξει με θέμα την ψυχεδέλεια το 2012-13. Είναι όλοι ακρυλικά και πλαστικό σε καμβά με παράδοξη τεχνική - χορεύοντας ενόσω τα χρώματα ήταν νωπά κρατώντας στα χέρια τον καμβά. 
Δείτε εδώ κι εδώ



Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ο τάφος του ποιητή


Είμαι νεκρός, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Παρόλα αυτά όμως, μπορώ ακόμα να σκέφτομαι, να έχω συνείδηση της κατάστασής μου και να περιφέρομαι με έναν διακριτικό τρόπο, στο χώρο των ζωντανών. Μπορώ ακόμα να επηρεάζω πράγματα και καταστάσεις και να γίνομαι, ας πούμε, η έμπνευση όποιου συγγραφέα θελήσω. Κι αυτό γιατί, δεν θα μπορούσα διαφορετικά να σας διηγηθώ αυτό το μυστήριο περιστατικό του θανάτου μου. Μυστήριο γιατί δεν μπορεί εξηγηθεί με την κοινή λογική, αλλά τελικά, αυτή η κοινή λογική, τι μπορεί να εξηγήσει;

Έτσι λοιπόν, έψαξα και βρήκα κάποιον άσημο συγγραφέα, όπου διαπίστωσα πως ταιριάζει ο τρόπος γραφής του με τον τρόπο που εκφραζόμουν όσο ήμουν ζωντανός. Πέρασα με ευκολία στο κεφάλι του κι έγινα η έμπνευσή του. Ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει αυτά που του υπαγόρευα, χωρίς φυσικά να το γνωρίζει – κι αυτό, ομολογώ, πως ήταν πολύ διασκεδαστικό.  


Ήταν εκείνη η επίσκεψή μου στο Παρίσι πριν μερικά χρόνια, ήταν η εμμονή που είχα με την τέχνη – τους ποιητές και τους ζωγράφους κυρίως – αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία μου καθώς και η τάση που είχα πάντοτε, να ξεφεύγω από τον χωροχρόνο στον οποίο βρίσκομαι και να ταξιδεύω σε παράλληλα σύμπαντα. Βέβαια, μπορεί να έπαιξαν κι άλλα ρόλο, αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια της ιστορίας. 

H διαμονή μου στο Παρίσι, ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει μια βδομάδα. Tο ξενοδοχείο στο οποίο διέμενα, βρισκόταν σε κάποιο κακόφημο δρόμο, όχι πολύ μακριά από την Μονμάρτη. Ξεκίνησα λοιπόν, να περιηγούμαι στα στενά και να ανακαλύπτω την γύρω περιοχή. Δεν άργησα μάλιστα να βρω και κάποια μπιστρό, μακριά από τα τουριστικά κέντρα με φθηνό αλκοόλ, ωραία ατμόσφαιρα και καλή μουσική.

Η Μονμάρτη είναι λόφος και ανεβαίνοντας στη Σακρ Κερ, μπορείς να δεις όλο το Παρίσι από ψηλά. Αλλά ο σκοπός της επίσκεψής μου - πέρα από το να γνωρίσω την πόλη - ήταν για να δω από κοντά όλα αυτά τα έργα των αγαπημένων μου καλλιτεχνών. Έτσι περνούσα αρκετές ώρες των ημερών που ακολούθησαν, πηγαίνοντας από μουσείο σε μουσείο για να συναντήσω τον Van Gogh, τον Gauguin, τον Courbet, τον Modigliani, τον Picasso και πολλούς άλλους. Η μαγεία των χρωμάτων και η προσωπική πινελιά του κάθε καλλιτέχνη, με απορροφούσε, έμπαινα μες τον πίνακα κι έκανα κάθε φορά, κι ένα ξεχωριστό ταξίδι.

Η εβδομάδα πέρασε γνωρίζοντας τους δρόμους της πόλης και βλέποντας από κοντά, όλα αυτά τα έργα τέχνης που είχα τόσο αγαπήσει από φωτογραφίες, περιοδικά και βιβλία. Την τελευταία μέρα λοιπόν, είχα επιλέξει να κάνω μια κάπως περίεργη επίσκεψη. Θα πήγαινα ως προσκυνητής στο νεκροταφείο Μονπαρνάς. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα ήταν θαμμένοι εκεί. Ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Σάμιουελ Μπέκετ, η Σιμόν Ντε Μποβουάρ μαζί με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ… εντάξει όλοι οι άλλοι, αλλά ο Σαρλ Μπωντλαίρ, αυτός ο σκοτεινός ποιητής που σημάδεψε με το έργο του τα χρόνια της νεότητάς μου και συντέλεσε – δίχως να το ξέρει – στο να γίνω αυτό που είμαι τώρα.

 

Έφτασα στο νεκροταφείο κατά τις δέκα το πρωί. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, εκείνη τη μέρα είχε συννεφιά κι ένα δροσερό αεράκι έδινε έναν ιδιαίτερο τόνο στην ατμόσφαιρα του τοπίου. Το νεκροταφείο ήταν τεραστίων διαστάσεων, είχε πολλούς διαδρόμους και αρκετό πράσινο. Το λίπασμα φαίνεται είναι καλό σε κάτι τέτοια μέρη κι ευνοείται η χλωρίδα. Μπήκα από την βορειοανατολική είσοδο και αποφάσισα να το γυρίσω ολόκληρο για να ανακαλύψω την τελευταία κατοικία όσων, γνωστών και αγνώστων, βρίσκονταν εκεί. Περπατούσα στους διαδρόμους παρατηρώντας τους τάφους, έναν προς έναν. Με όλη αυτή τη βλάστηση, ακόμα κι αν είχε ήλιο, θα ήταν σκιερά. Η συννεφιά όμως με το δροσερό αεράκι, βοηθούσαν την περιήγησή μου και δημιουργούσαν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα. 

Πολλοί από τους τάφους ήταν γλυπτά, έργα τέχνης και ο ήχος της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα, χρωμάτιζε με τον δικό της τόνο τον καμβά του τοπίου. Μάλλον κάποιος νέος ένοικος θα ερχόταν να κατοικήσει εκεί. Συνέχισα την περιήγησή μου αδιαφορώντας για τον νέο νεκρό. Άλλωστε, σκοπός μου ήταν να συναντήσω στους καλλιτέχνες που γνώριζα από πριν πως βρίσκονταν εκεί. Έτσι λοιπόν χαιρέτησα τον Μπέκετ, τον Σαρτρ και τη Μποβουάρ, τον Ιονέσκο, τον Κοραή καθώς και άλλους. Άξαφνα βρέθηκα μπροστά στον οικογενειακό τάφο των Μπωντλαίρ. Δεν το περίμενα ο Σαρλ να βρίσκεται σε οικογενειακό τάφο. Κάθισα όμως και του μίλησα και είμαι σίγουρος πως με άκουσε κι αυτός. Φαίνεται μάλιστα πως με συμπάθησε καθώς, εκείνη τη στιγμή, έπεσαν μερικές σταγόνες βροχής.

Ικανοποιημένος που είχα εκπληρώσει το σκοπό μου, κάθισα σε ένα παγκάκι στο κέντρο της πλατείας του νεκροταφείου να ξεκουραστώ και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Εκεί βρισκόταν ένα πανέμορφο γλυπτό που ονομαζόταν, Το Πνεύμα του Αιώνιου Ύπνου. Η κηδεία  του νέου ένοικου είχε ξεκινήσει ενώ τους έβλεπα να περνάν από μπροστά μου και να χάνονται σε έναν από τους διαδρόμους. Το νεκροταφείο τούτο, ήταν πραγματικά τεραστίων διαστάσεων.

Η γαλήνη που επικρατούσε εκεί, με είχε επηρεάσει. Ένοιωθα ανάλαφρος ικανοποιημένος ίσως, που επικοινώνησα με κάποιους από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Ευχαριστημένος που οι καιρικές συνθήκες χρωμάτιζαν ιδιαίτερα την περιήγησή μου κι έκαναν πιο όμορφο το ταξίδι μου. Βρισκόμουν στην τελευταία κατοικία των αγαπημένων μου ποιητών. Δεν ξέρω αν θα με καταλάβετε, αλλά ένοιωσα πληρότητα. Η ώρα όμως, είχε έρθει. Έσβησα το τσιγάρο μου και ξεκίνησα για την έξοδο.

Γνώριζα πως υπήρχαν τέσσερεις έξοδοι γύρω από το νεκροταφείο. Έτσι πέρασα ξανά από τους διαδρόμους για να τις βρω, όχι τόσο παρατηρητικά όπως πριν, αλλά σταματώντας και πάλι σε κάθε τι που μου έκανε εντύπωση.  Είχα μια αίσθηση, σαν να μην είχα περάσει πριν από αυτά τα σημεία. Ίσως και μην είχα… Πού βρισκόταν όμως η έξοδος; Θα το πάρω περιφερειακά, σκέφτηκα, και θα τη βρω

Κάποια στιγμή, βρέθηκα σε έναν διάδρομο που οδηγούσε σε αδιέξοδο. Υπήρχαν τάφοι αριστερά και δεξιά και αντίκρυ στο βάθος του διαδρόμου, ένας τάφος που ξεχώριζε από μακριά. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, αλλά για έναν περίεργο λόγο, δεν με ενοχλούσε καθόλου η βροχή. Μπορώ να πω πως μου άρεσε κιόλας, αισθάνθηκα να με εξαγνίζει. Πλησίασα...

Το θέαμα με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Ήταν ένα γλυπτό οριζόντιο στο έδαφος, που απεικόνιζε κάποιον πεθαμένο, ολόσωμο, ξαπλωμένο με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος και τυλιγμένο με σάβανο. Κι από εκεί και πάνω, υψωνόταν κάθετα προς τον τάφο, ένα άλλο γλυπτό, κάποιου με σκελετωμένα πλευρά και το πρόσωπο ενός νέου, πολύ οικείου. Έμεινα άναυδος. Ο τοίχος που ήταν στημένο το γλυπτό αυτό, είχε καλυφθεί από έναν κισσό και πίσω από αυτό, υπήρχαν κάτι πανύψηλα δέντρα. Ο κισσός είχε αγκαλιάσει το μνήμα. Υπήρχε ακουμπισμένο ένα μαραμένο τριαντάφυλλο απάνω στον σαβανωμένο και κάτω στα πόδια του νεκρού, ήταν χαραγμένο το όνομα BAUDELAIRE.

Μου κόπηκε η ανάσα. Είχα πέσει πάνω στο κενοτάφιο του Μπωντλαίρ! Αφού συνήλθα από την ταραχή και συνειδητοποίησα τι περίπου συμβαίνει, άρχισα να μιλάω στον νεκρό ποιητή, στη γλώσσα μου φυσικά. Άλλωστε οι νεκροί καταλαβαίνουν όλες τις γλώσσες. Και αυτή τη φορά, το ένοιωθα, το ήξερα, το καταλάβαινα πως με ακούει. Ένα δέος με είχε κυριεύσει. Στεκόμουν όρθιος μπροστά στο μνήμα του Μπωντλαίρ και δεχόμουν με ευχαρίστηση τη βροχή. Αυτό δεν ήταν κενοτάφιο. Η ψυχή του βρισκόταν εκεί. Μπορούσα να τον νοιώσω και ήξερα πως, με ένοιωθε κι εκείνος. 

Μεγάλε Ποιητή, ώστε είσαι στ’ αλήθεια καταραμένος! Σε αγαπώ κι ας μου κόπηκε η ανάσα μόλις σε είδα. Σε ευχαριστώ για όλα! Το έργο σου ζει μαζί με το πνεύμα σου στους αιώνες. Είσαι ένας από τους πνευματικού μου δασκάλους, και δες τώρα, να, σε συναντάω. Ζητώ συγνώμη αν με την απρόσμενη παρουσία μου σε τάραξα. Μάλλον πρέπει να πηγαίνω τώρα. Θα τα πούμε ξανά. Ελπίζω όχι πολύ σύντομα… έχω να φτιάξω κι εγώ το δικό μου έργο. Πρέπει να σε αφήσω τώρα, εσύ με καταλαβαίνεις. Χαιρετώ σε μεγάλε Ποιητή! 

Παρέμεινα λιγάκι ακόμα εκεί. Παρατήρησα ξανά την κάθε λεπτομέρεια του τοπίου. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει. Μόνο κάτι σταγόνες έπεφταν πού και πού, από τα γύρω δέντρα. Γύρισα την πλάτη μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. 

Περπατούσα στους διαδρόμους του νεκροταφείου. Η βροχή συνέχιζε σταθερά. Κάθε που πλησίαζα  προς την έξοδο, η έξοδος δεν ήταν εκεί. Υπέθετα πως κάνω λάθος και πως θα είναι πιο πέρα, κι έτσι συνέχιζα να περπατώ.  Εξάλλου, είχα μια περίεργη συνάντηση με έναν μεγάλο ποιητή. Φυσικό ήταν να τα έχω χαμένα. Η έξοδος θα βρίσκεται εκεί, μόλις στρίψω.

Συνέχιζα να περπατώ, η έξοδος όμως δεν βρισκόταν πουθενά. Είχα αρχίσει να ανησυχώ και σκέφτηκα να κατευθυνθώ προς το κέντρο του νεκροταφείου, εκεί όπου υπήρχε ο ύπνος των αιώνων. Κάθισα στο παγκάκι κι έκανα ακόμα ένα τσιγάρο. Καλά είναι όλα αυτά, αλλά νομίζω πως είναι ώρα να φεύγουμε από δω.

Γύρισα το νεκροταφείο κάμποσες φορές χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε κανείς να ρωτήσω. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα να βρω την έξοδο, φάνηκαν μάταιες. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να τρέχω. Δεν πήγαινα πουθενά όμως. Έκανα κύκλους ξανά και ξανά και πάντα βρισκόμουν στο ίδιο σημείο. Δεν υπήρχε καμία διέξοδος από κει μέσα.

Τότε το  πήρα απόφαση. Είχα εγκλωβιστεί. Ίσως ο Μπωντλαίρ, να ήθελε να με κρατήσει μαζί του. Παραιτήθηκα από όποια προσπάθεια. Βρήκα ένα σημείο μεταξύ των τάφων και, κουρασμένος καθώς ήμουν, ξάπλωσα να ξεκουραστώ.

 

Χρήστος Αντισθένης Ζάχος

 



Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Hotel Alyzia


Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα στο κέντρο της Αθήνας κι έπρεπε να βρουν κάπου να μείνουν. Γύριζαν από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο αλλά, όλα ήταν πλήρη. Μετά από πολύ ταλαιπωρία, κατάφεραν να βρουν ένα, το πιο φθηνό ίσως της περιοχής – με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Αφού υπήρξε διαθέσιμο δωμάτιο να τους στεγάσει για εκείνο το βράδυ, δεν σκέφτηκαν τίποτε άλλο και το έκλεισαν αμέσως. Άλλωστε, αυτά τα μέρη, αντλούν μια παράξενη γοητεία σε ανθρώπους σαν αυτούς.

Αυτή ήταν μια νεαρή ηθοποιός κι αυτός ένας ρέμπελος ποιητής, σαφώς μεγαλύτερός της. Πήραν το κλειδί από τη ρεσεψιόν κι άρχισαν να ανεβαίνουν την παλιά ξύλινη σκάλα για τον τρίτο όροφο. Ανελκυστήρας, φυσικά και δεν υπήρχε και ούτε κάποιο σκοινί για να σκαρφαλώσουν – αστειάκι που τους έκανε ο ρεσεψιονίστ. Δεν είχαν πολλά πράγματα, μια μικρή βαλίτσα κι ένα σακίδιο πλάτης. Πέρασε αυτή μπροστά, λαμπερή κι αεράτη όπως πάντα, με ένα κοντό φορεματάκι να κουνάει τα γοφιά της κι αυτός ακολουθούσε από πίσω απολαμβάνοντας το θέαμα. Σε κάθε βήμα, η σκάλα έτριζε – το κτήριο ήταν παλιό, του 70 χωρίς καμία μετατροπή από τότε και τους μετέφερε σε μια άλλη εποχή. Οι κρότοι των βημάτων και το τρίξιμο της ξύλινης σκάλας, έδιναν έναν ιδιαίτερο τόνο στο χώρο και τη νύχτα. Πρώτος, δεύτερος, τρίτος όροφος. Φως στο διάδρομο του τρίτου δεν υπήρχε. Άναψε τότε τον αναπτήρα του για να βρει την κλειδαρότρυπα, ξεκλείδωσε την πόρτα και πέρασαν στο δωμάτιο.

Ευτυχώς, εκεί υπήρχε φως. Υπήρχε επίσης ένα ημίδιπλο κρεβάτι με ένα σεντόνι από κάτω κι ένα μαξιλάρι χωρίς μαξιλαροθήκη. Ο τοίχος δίπλα στο κρεβάτι είχε λεκέδες από αίμα – ίσως από σκοτωμένα κουνούπια ή από κάποιο φονικό που δεν έμαθε ποτέ κανείς και ο δολοφόνος τα καθάρισε λίγο πρόχειρα. Είχε όμως κουζινάκι, νεροχύτη, κάποια ποτήρια, ένα τραπεζάκι και 2 καρέκλες, μια τουαλέτα με διαρροή στο καζανάκι και σπασμένο καπάκι λεκάνης. Υπήρχαν και 2 ντουλάπες. Η μια είχε ένα χρησιμοποιημένο βρώμικο σεντόνι και η άλλη κάποιες κουβέρτες πεταμένες χύμα μέσα, καθώς κι ένα ακόμη μαξιλάρι. Υπήρχαν και 2 παράθυρα με μπετούγια και πατζούρια με αναδιπλωμένα φύλλα παλιού τύπου. Όλα έμοιαζαν υπέροχα. Θα ζητούσαν μονάχα 2 μαξιλαροθήκες και θα ήταν εντάξει. Άφησαν τα πράγματά τους και βγήκαν από το δωμάτιο. Η πόρτα δίπλα, οδηγούσε στην ταράτσα του ξενοδοχείου. Πέρασαν να εξερευνήσουν. Στην ταράτσα υπήρχαν 2 τραπεζάκια και κάποιες καρέκλες. Θέα είχαν τις αντικρινές πολυκατοικίες κι έναν ουρανό. Θα τα χρησιμοποιούσαν μετά την έξοδό τους. Τώρα όμως, έπρεπε να φύγουν και να βρουν ένα ωραίο σημείο να ησυχάσουν και να πιουν στο γεγονός πως κατάφεραν επιτέλους να βρουν ένα σημείο για να περάσουν το βράδυ.  Άρχισαν λοιπόν, να κατεβαίνουν την παλιά ξύλινη σκάλα. Αυτή μπροστά κι αυτός ακολουθούσε. Του άρεσε να χαζεύει τα γοφιά και τις γάμπες της. Της άρεσε να ξέρει πως την παρακολουθεί και τον προκαλούσε με κάθε της κίνηση. Χωρίς να το γνωρίζουν, γέμιζαν με μια απροσδόκητη ομορφιά το χώρο.


Μετά από λίγες ώρες, επέστρεψαν πιωμένοι από την έξοδό τους, κρατώντας μια σακούλα με μπύρες για να συνεχίσουν στην ταράτσα. Ανέβηκαν τη σκάλα κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτή τη φορά, το μέρος αυτό τους φάνηκε αναπάντεχα οικείο. Ίσως, σε κάποια προηγούμενη ζωή να είχαν ζήσει εκεί. Ίσως, αυτοί να το έφτιαξαν ή ακόμα καλύτερα, να είχε δημιουργηθεί γι’ αυτούς τους δύο. Έφτασαν στο δωμάτιο κι αυτός άνοιξε την πόρτα χωρίς να χρειαστεί αναπτήρα για φως. Άφησαν τις υπόλοιπες μπύρες στον πάγκο, πήραν δύο και βγήκαν να τις πιουν στην ταράτσα κοιτώντας τα άθλια κτήρια της περιοχής. Τα κτήρια υψώνονταν μπροστά τους σαν κλουβιά, ενώ κάτω, έβλεπαν τους λερούς ασήμαντους δρόμους με το χλωμό φωτισμό των δημόσιων λαμπτήρων να τους περιγράφει. Ήταν αργά κι επικρατούσε σχετική ησυχία. Είχε ησυχάσει η μέρα και η ζέστη, κι έτσι, η νύχτα τους χάριζε μια ανεπαίσθητη δροσούλα – που όμως ήταν λυτρωτική. Κάθισαν δίπλα ο ένας στον άλλο. Εκεί υπήρχε μια γλάστρα με χώμα - χωρίς φυτό – και αποφάσισαν να τη χρησιμοποιήσουν για να σβήνουν τα τσιγάρα τους. Άφησαν τις μπύρες κάτω κι άπλωσαν τα πόδια τους στα κάγκελα της ταράτσας. Αυτός, ζαλισμένος καθώς ήταν, άρχισε να μιλάει:

«Δες όλα αυτά τα κλουβιά που κρύβουν οι άνθρωποι τις ψυχές τους, τη μιζέρια που τους περικλείει και όλα αυτά τα άθλια κτίσματα που υψώνονται μπροστά μας. Κοίταξε το δρόμο κάτω κι αυτό το ωχρό φως που περιγράφει τόσο όμορφα το τοπίο. Είναι παράξενο που όλη αυτή η αθλιότητα έχει να προσδώσει κάτι όμορφο, όχι για όλους, αλλά μονάχα γι’ αυτούς που είναι σε θέση να το δουν. Οι περισσότεροι πεθαίνουν κι εμείς τους κοιτάμε από ψηλά, λες και δεν είμαστε όμοιοί τους. Ίδιοι είμαστε όλοι, αλλά τουλάχιστον, εμείς μπορούμε και βλέπουμε – και δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να δουν. Δεν είμαστε καλύτεροι, αλλά κάνουμε τις επιλογές μας, κι αυτό που επιλέγουμε, είναι η ζωή! Με κάθε κόστος και το πληρώνουμε καθημερινά. Ω! δεν ξέρω, μάλλον έχω μεθύσει και δεν ξέρω τι λέω, αλλά εδώ, περνάμε τόσο όμορφα, κι αυτό είναι ένα ποίημα για σένα!»

Τον κοίταξε και του είπε πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι και πόσο τυχεροί είναι που έχουν ο ένας τον άλλο και που μπορούν να βρήσκουν την ομορφιά οπουδήποτε κι αν υπάρχει. Σήκωσε την μπύρα της να κάνουν μια πρόποση. Ήπιαν και συνέχισαν τη βραδιά τους συζητώντας ώσπου, άκουσαν μια γυναικεία φωνή από το διπλανό δωμάτιο, εμφανώς ενοχλημένη να λέει: «Άσε με! Δε θέλω!» κι έπειτα κάποια χτυπήματα και κρότους, και αυτή ανησύχησε. Αυτός της είπε πως είναι συνηθισμένο, και πως, αν δεν ακούσουν τίποτα τραβηγμένο, δεν χρειάζεται να επέμβουν. Συνέχισαν την κουβέντα τους και η φωνή αυτή ακούστηκε ξανά, πιο ενοχλημένη κι έπειτα κάποια χτυπήματα πιο δυνατά. «Μα, τι κάνει, τη δέρνει;» ρώτησε αυτή κι αυτός απάντησε «Δεν ξέρω, ας τους αφήσουμε λίγο να δούμε πώς θα εξελιχθεί.» Έπειτα επικράτησε ησυχία για λίγο και μετά ξανά: «Άσε με σου λέω! Δε θέλω!» και ακουγόταν μόνο η φωνή της γυναίκας, ο άντρας φαίνεται μιλούσε χαμηλά ή δεν μιλούσε καθόλου και ξέσπαγε στα αντικείμενα. Μα, ναι, έτσι πρέπει να ήταν καθώς τα χτυπήματα δεν συνοδεύονταν από γυναικεία φωνή.

Έτσι, οι ερωτευμένοι εραστές, δεν έδωσαν άλλη σημασία στο ζευγάρι που δεν τα έβρισκε στο διπλανό δωμάτιο και συνέχισαν να κάνουν αυτό που έκαναν, συζητώντας, φιλοσοφώντας, πίνοντας κι ανταλλάσοντας φιλιά και χάδια, κάτω από τον σκυθρωπό θερινό ουρανό της Αθήνας με θέα τις άθλιες πολυκατοικίες και τον χλωμό φωτισμό του δρόμου, βλέποντας τα πάντα από ψηλά, ίσως πολύ πιο ψηλά από την ταράτσα του ξενοδοχείου που πίστευαν πως βρίσκονταν και συνέχισαν να ομορφαίνουν το τοπίο, τη βραδιά και κάθε τι άλλο που τους περιέκλειε… ή καλύτερα, κάθε τι άλλο που περιέκλειαν αυτοί. Γιατί, όπως γνωρίζουμε καλά, τους εραστές δεν τους περικλείει τίποτε άλλο πέρα από τον έρωτά τους.


Δεν είχε περάσει ώρα όταν αισθάνθηκαν πως δεν είναι πια οι μόνοι θαμώνες της ταράτσας. Και μάλιστα ακούγοντας επίμονα έναν αναπτήρα που δεν ανάβει, να κάνει προσπάθειες ξανά και ξανά. Προφανώς, ο τύπος από το διπλανό δωμάτιο, είχε βγει να κάνει τσιγάρο. Κάθισε λίγο παραπέρα και ρώτησε για φωτιά. Τότε, ο ποιητής άφησε για λίγο μόνη την ερωμένη του και πήγε στον μυστήριο τύπο να του προσφέρει. «Ευχαριστώ φίλε» του είπε εκείνος, «και με συγχωρείς που είμαι γυμνός» κάνοντας μια κίνηση να κρύψει τα απόκρυφά του, «αλλά αν σου βρίσκεται καμία μπύρα, θα το εκτιμούσα πολύ». «Μην ανησυχείς» του απάντησε ο ποιητής, «θα σε φτιάξω αμέσως» και πήγε στο δωμάτιο να πάρει άλλες δύο μπύρες. Μια για τον ίδιο και μια για τον παράξενο επισκέπτη. Επέστρεψε και του προσέφερε τη μία, και τότε αυτός ο μυστήριος γυμνός τύπος, έπιασε το χέρι του ποιητή και το φίλησε από ευγνωμοσύνη. Κατάλαβαν ο ένας τον άλλο κι αυτό ήταν αρκετό. Έπειτα ο ποιητής επέστρεψε στην όμορφη ηθοποιό και ερωμένη του και άφησαν τον απογοητευμένο γυμνό εραστή στην ησυχία του. Εκείνος, ήπιε την μπύρα του και κάπνισε το τσιγάρο του, αλλά δεν ησύχασε. Ήθελε να τους προσεγγίσει ξανά και απευθύνθηκε σε αυτούς από το σημείο που βρισκόταν, αλλά οι εραστές έμοιαζε να μην ακούνε. Είχαν τη δικιά τους κουβέντα και τίποτα δεν μπορούσε να τους αποσπάσει.

Εκείνη, κοιτώντας κάτω το δρόμο από την ταράτσα κι αντιλαμβάνοντας το ύψος, τον ρώτησε: «Όποτε κοιτάς από ψηλά, δεν σκέφτεσαι πως θα ήταν να πέφτεις;» Κι αυτός απάντησε, «Πάντα! Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό. Έπειτα, καταλαβαίνω πως δεν είναι ακόμα η στιγμή, κι έτσι, το  αναβάλλω ως ιδανικός αυτόχειρας. Αλίμονο σε αυτούς που δεν σκέφτονται έτσι. Αλλά εμείς, νιώθουμε το ίδιο. Ίσως γι’ αυτό να επιλέξαμε να είμαστε μαζί. Αγαπάμε πολύ τη ζωή, κι ο θάνατος… είναι κάτι αναπόφευκτο. Όλοι θα πεθάνουμε, δεν χρειάζεται να τον προσδοκούμε, ούτε να τον προκαλούμε. Εξάλλου ο θάνατος, είναι η ανυπαρξία. Ας ζήσουμε λίγο ακόμα πριν περάσουμε σε αυτή. Ας ερωτευτούμε λίγο ακόμα τη ζωή…»  


 Οι εραστές είχαν μείνει μόνοι τους στην ταράτσα του ξενοδοχείου, βλέποντας τη μέρα να χαράζει κι ακούγοντας το πρωινό κελάηδημα των πουλιών… δεν είχε ξυπνήσει ακόμα η πόλη. Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, αποφάσισαν να πάνε να ξεκουραστούν.
Επέστρεψαν στο δωμάτιο και ξάπλωσαν στο κρεβάτι που δίπλα ήταν ο τοίχος με τα αίματα. «Κράτα με μακριά από αυτόν τον τοίχο, τον σιχαίνομαι» του είπε εκείνη κι εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του, στη μέση του κρεβατιού και βυθίστηκαν αμέσως σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Ήτανε και οι δυο εξαντλημένοι.


Μετά από τρεις ώρες, ξύπνησαν και οι δυο από τη ζέστη και τη φασαρία του δρόμου. Ήταν στην ίδια ακριβώς θέση που είχαν αποκοιμηθεί. Η πόλη είχε ξυπνήσει. Έκαναν έρωτα, όπως συνήθιζαν κάθε φορά που ξυπνούσαν κι έπειτα κάθισαν λίγο ακόμα στο κρεβάτι. Μετά σηκώθηκαν, κατούρησαν, πλύθηκαν κι ετοίμασαν τα πράγματά τους για να φύγουν. Η μέρα τους περίμενε, δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν.  Κατέβηκαν την ίδια ξύλινη σκάλα όπως είχαν μάθει να κάνουν. Αυτή μπροστά να κουνάει τα γοφιά της κι αυτός να ακολουθεί από πίσω απολαμβάνοντας το υπέροχο αυτό θέαμα που ήξερε πως συμβαίνει γι’ αυτόν και μόνο. Γέμισαν το χώρο με έναν ακατάβλητο ερωτισμό  – όπως κάθε φορά –  παρέδωσαν τα κλειδιά του δωματίου στη ρεσεψιόν και αποχώρισαν.

Το άθλιο αυτό ξενοδοχείο, θα έμενε για πάντα στις καρδιές τους. Εξάλλου, ή αυτοί το είχαν δημιουργήσει, ή είχε δημιουργηθεί γι’ αυτούς και μόνο.






Αναδημοσιεύτηκε στο μπλογκ "παράκοσμος" 
Δείτε εδώ