Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Συνάντηση νέων λογοτεχνών




Ήταν μια από κείνες τις μέρες που πέθαινα από ανία, προσπαθώντας, χωρίς να κάνω τίποτα, να σκοτώσω τον κενό χρόνο. Ο υπολογιστής αποβλάκωνε τον εγκέφαλο καθώς έλεγχα ξανά και ξανά το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, περιμένοντας να συμβεί το τέλος του κόσμου, ή κάτι τέλος πάντων που να αξίζει. Μάταια όμως, δε συνέβενε τίποτα. Είπα να αναβάλω τα σχέδια της αυτοκτονίας μου και να πιω ακόμη μια φθηνή μπύρα, βάζοντας παράλληλα να παίζει ένας δίσκος του Tom Waits στο στερεοφωνικό και να πλάσω όνειρα και σκέψεις στον τοίχο απέναντί μου. Κάτι σαν προσωπική προβολή σε φανταστικό κινηματογράφο, το κάνω συχνά. Έλα μου όμως που εκείνη τη μέρα ο τοίχος δεν είχε τίποτα να δείξει και η ανία κατανικούσε τα πάντα. Έτσι, βαριεστημένα, έριχνα κλεφτές ματιές στο διαδίκτυο και στο e-mail, μπας και κάτι μου τραβήξει την προσοχή και καταφέρω με κάποιο τρόπο να σκοτώσω τον ήδη νεκρό χρόνο.

Αυτό συνεχιζόταν για κάμποσο και θα συνεχιζόταν για όλη τη βραδιά αν δεν είχε έρθει εκείνο το μήνυμα που με ειδοποιούσε πως υπάρχει συνάντηση νέων λογοτεχνών σε μισή ώρα από τώρα κάπου στα Εξάρχεια και πως θα έχουν διαθέσιμα βιβλία σε φθηνές τιμές, συν γνωριμία μεταξύ μας και κάτι άλλα ξενέρωτα.

Πριν λίγο καιρό με είχε προσεγγίσει κάποιος λογοτέχνης λέγοντάς μου για τη δημιουργία αυτής της ομάδας και πως θα ενημερωνόμασταν μέσω e-mail για σχετικές δραστηριότητες. Είπα, γιατί όχι; και συμπεριέλαβε κι εμένα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά, αλλά, γιατί όχι;  

Τέλος πάντων, δεν είχα διάθεση, αλλά ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσω την απραξία που με είχε καταβάλει. Ας κοινωνικοποιηθώ λίγο, είπα. Σίγουρα δεν έχω τίποτα να χάσω. Πήρα τηλέφωνο κάποιον φίλο μπας και μπορούσε να πάμε μαζί. Μου είπε πως δεν γίνεται γιατί έχει κανονίσει συνάντηση με γκόμενα. Σεβαστό. Το γαμήσι πάνω απ’ όλα. Με παρότρυνε μάλιστα να πάω μόνος μου. Έκατσα, τα ζύγιασα, σκέφτηκα πως θα χρειαστεί να αφήσω τον κόσμο μου για λίγο, δίστασα, αλλά η διάθεση που είχα να σκοτώσω την ανία, υπερνίκησε τη διάθεση για απομόνωση κι έτσι το αποφάσισα.

Έπρεπε όμως να πάρω λίγα βιβλία μαζί μου. Πού να τα έβαζα; Σκέφτηκα τη θήκη του λάπτοπ. Πήρα λοιπόν καμιά δεκαριά, τα έχωσα μέσα και ξεκίνησα να πάω Αθήνα με συγκοινωνία. Ήταν ταλαιπωρία βέβαια, αλλά είπα να την υποστώ. Άλλωστε δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Ούτε κάτι χειρότερο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. 

Φθάνοντας λοιπόν εκεί μετά από καμιά ώρα – σε κάποιο μπαρ που δεν το είχα και πολύ σε υπόληψη – αντικρίζω ένα θέαμα που δε μου πολυάρεσε. Κόσμος πολύς μαζεμένος να στέκεται, να πίνει χρωματιστά ποτά και να χορεύει κάτι άθλιες εύθυμες μουσικές. Εδώ είναι, λέω, δεν μπορεί, δεν έχω κάνει λάθος. Θα μπω και θα ρωτήσω. Φοράω το υπεροπτικό μου ύφος, το μπουφάν μου που με ζέσταινε πολύ και δεν είχα πού να το αφήσω, τη τσάντα του λάπτοπ που με βάραινε και δεν είχα πού να πετάξω, και μπουκάρω. Βλέπω μια σερβιτόρα με έναν δίσκο στο χέρι να μοιράζει σφηνάκια. Έρχεται και σε μένα και μου προσφέρει. Το πίνω. Ήταν κάτι με 100% χυμό, γλυκό, χωρίς ίχνος αλκοόλ. Αηδιάζω. Κόσμος παντού χορεύει, μιλάει, μοιάζουν όλοι γνωστοί μεταξύ τους, νιώθω ο μόνος ξεκάρφωτος. Μετά από λίγο μου φέρνει κι άλλο. Άστο, λέω, θα πάρω τίποτα άλλο. Κοιτάω τριγύρω. Πού είναι οι λογοτέχνες; τη ρωτάω. Έχεις μπροστά σου μια λογοτέχνη! Γοητευμένος, αποκρίνομαι.  Σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση από κάθε άλλο, σκέφτομαι.
Στέκεται κάποιος δίπλα μου.
-          Είσαι λογοτέχνης; τον ρωτάω.
-          Όχι, μου απαντάει.
-          Καλύτερα, του λέω.
-          Γιατί; με ξαναρωτάει.
-          Γιατί είναι η χειρότερη φάρα, του λέω.
-          Όχι, μου λέει, υπάρχουν και χειρότεροι.
-          Οι ηθοποιοί; 
-          Ναι.
-          Δεν είσαι ηθοποιός, έτσι;
-          Όχι.
-          Ευτυχώς…
Πάω στο μπαρ να πάρω μπύρα, αλλά βλέπεις ο μπάρμαν ήταν πολύ απασχολημένος για να μου δώσει σημασία. Βαριέμαι την αναμονή κι έτσι τα παρατάω. 

Εν τω μεταξύ, ακριβώς έξω από το μαγαζί, στα καλά καθούμενα, σκάνε 5-6 διμοιρίες ματατζήδες. Ακόμα και πάνω από τα κεφάλια κάποιων που κάθονταν έξω να απολαύσουν τη μπύρα τους. Φυσικά, φεύγει ο κόσμος και κάποιοι – από τους θαμώνες και ευτυχώς, όχι από τους μπάτσους –  έρχονται μέσα. Το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά.  Μα τι να θέλουν τώρα γαμώ τη χούντα μου γαμώ! αναρωτιέμαι. Από συζητήσεις που κρυφακούω, καταλαβαίνω πως ήρθαν να καταστείλουν την κατάληψη που έχει απέναντι. Αν είναι δυνατόν! 6 διμοιρίες για μια κατάληψη, έτσι απροκάλυπτα; Α, ξέχασα, χούντα… ναι.

Είμαι μέσα, δεν έχω πιει γουλιά κι έχω μείνει σαν χάνος και κοιτάω έξω από τη τζαμαρία τη στρατιά. Με εντοπίζει κάποιος μπάτσος  και μου κάνει νόημα να πάω έξω να με κανονίσει. Θα ενοχλήθηκε φαίνεται που τον κοίταζα. Όχι ρε πούστη τώρα, αυτό μας έλειπε. Κάνω τον αδιάφορο κι εύχομαι να μην μπουν μέσα ή μη πετάξουν τίποτα χημικά και πεθάνουμε σαν τα ποντίκια.

Εκείνη την ώρα παρατηρώ πως πιο μέσα υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο. Σωτήριο. Προχωράω λοιπόν στο βάθος – να ξεφορτωθώ και τα ανεπιθύμητα βλέμματα και να αποφύγω, εί δυνατόν, ανεπιθύμητες καταστάσεις – και ρωτώ ξανά για τους λογοτέχνες και πώς λειτουργεί η όλη κατάσταση. Ήταν μια κοπέλα που έδειχνε πως δουλεύει εκεί.
-       Να, μου λέει, κάθονται στο μπαρ (ποιοι; αυτοί που χορεύουν;) και μιλάνε μεταξύ τους.
-          Καλά, λέω, μπορώ να αφήσω κι εγώ κάνα βιβλίο εδώ, να το έχετε;
-          Ευχαρίστως. Έχετε δελτίο αποστολής, ή κόβεται μόνος σας τιμολόγιο;
-         Τίποτα από τα δύο. Απλά έχω φέρει μαζί μου μερικά αντίτυπα.
-       Δεν μπορούμε να τα δεχτούμε έτσι. Αν θέλετε μου λέτε τίτλο και εκδοτικό να τα παραγγείλουμε.
Της λέω τίτλους και εκδοτικούς, χωρίς καμία αυταπάτη - ήθελα απλά να χρονοτριβήσω λίγο μέχρι να φύγουν οι μπάτσοι -  και επιστρέφω στο μπαρ. Καταλαβαίνω πως η φάση είναι στημένη εδώ και καιρό και πως ήμουν ο τελευταίος που είχε ενημέρωση για το τι θα γινόταν. Κανένα πρόβλημα. Τουλάχιστον να πιω καμιά μπύρα. 

Την ώρα που πλησίαζα το μπαρ, για καλή μας τύχη, οι διμοιρίες αποχωρούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις των στενών των Εξαρχείων. Ή αποχωρούσαν, ή πήγαιναν για ξύλο και πόλεμο χημικών. Τουλάχιστον, έφυγαν από το οπτικό μου πεδίο κι έτσι ένιωσα μια μικρή πρόσκαιρη, ανακούφιση.

Στριμώχνομαι μεταξύ άλλων για να παραγγείλω, αλλά ο μπάρμαν, άφαντος. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και του ζητάω μια βαρελίσια erdinger, μεγάλο ποτήρι. Μου λέει πως έχουν ένα μέγεθος, και τελικά βλέπω πως είναι μικρό 330ml. Ας είναι. Γεμίζει το ποτήρι και το ακουμπάει μπροστά μου. Είχα πεθάνει στη δίψα και δεν άντεξα. Έπιασα το ποτήρι και το κατέβασα με μιας.
-  Πόσο; Ρωτάω
-  5,50, μου λέει.
-  Πόσο; Ξαναρωτάω σαν να μην άκουσα καλά
-  5,50, μου λέει ξανά.
- Καλά, βάλε ένα ακόμα. Το βάζει, το ακουμπάει μπροστά μου και μου ζητάει 11 ευρώ. Εντάξει, του λέω, πάρε αυτά, δεν έχω άλλα. Του αφήνω 3 ευρώ. Δυσανασχετεί. Με κοιτάει με απέχθεια. Μου λέει πως πρέπει να πληρώσω. Του λέω πως δεν παίζει μία και πως, αν θέλει, μπορεί να τα ζητήσει από τον εκδότη μου. Απομακρύνεται χωρίς να πει κουβέντα.

Είχα ένα ποτήρι γεμάτο μπύρα. Σκέφτομαι να παραμείνω λίγο ακόμα, μέχρι να το τελειώσω. Μετά, βλέπουμε. Στρίβω ένα τσιγάρο με όσα τρίματα μου είχαν απομείνει. Ανάβοντάς το, πέφτει λίγη στάχτη σε ένα μπουφάν που ήταν αφημένο σε ένα σκαμπό μπροστά μου. Την προλαβαίνω αμέσως και τη διώχνω με το χέρι μου. Εντάξει, το προλάβαμε, λέω στο διπλανό μου ο οποίος ξινίζει τα μούτρα του και μου λέει με ειρωνικό ύφος: 
-     Ανέβα και πάνω αν γουστάρεις.
-     Θες να ανέβω πάνω; Άστο καλύτερα, είναι ψηλό το σκαμπό.
-     Πήγαινε παραπέρα. Τι θες να σε πάρω αγκαλιά;
-    Ναι μωρό μου, έλα να δείξουμε στη γκόμενά σου τι ψευτόμαγκας είσαι. Γουστάρεις;
Γυρνάει στη γκόμενά του όπου του λέει να σταματήσει. Υπακούει. Θέλει να κάνει τον τσαμπουκά αλλά φοβάται. Δεν θέλω να το συνεχίσω, δεν υπάρχει λόγος κι έτσι απομακρύνομαι. Άλλωστε ο σκοπός της επίσκεψής μου ήταν άλλος. Ποιος; Δε θυμάμαι, αλλά όχι αυτός. Βγαίνω έξω να ανασάνω καθαρό αέρα. Κάθομαι σε ένα από τα τραπεζάκια να πιω με την ησυχία μου τη μπύρα.  Πολύ χολέρα εκεί μέσα…

Κάτι πρεζάκια νταγκλάρουν στα παγκάκια της πλατείας. Όσα είναι όρθια ακόμα, κάνουν τράκα για ευρώ. Τους λέω πως δεν έχω ευρώ, αλλά 10 ολόκληρες δραχμές. Λέω ψέματα. Το καταλαβαίνουν. Φεύγουν. Παρατηρώ από μακριά τι γίνεται στο μπαρ. Έχει περισσότερο ενδιαφέρον η πλατεία. Λίγο ακόμη, θα περιμένω λίγο ακόμη.

Κάποια στιγμή, κλείνει η μουσική και μια γκόμενα μιλάει στο μικρόφωνο και παρουσιάζει κάποιους από το σινάφι. “Οι τάδε και οι άλλοι λογοτέχνες σήμερα είναι μαζί μας και όποιος θέλει, μπορεί να τους προσεγγίσει…”
Κι έπειτα η αποθέωση. Παίρνει το μικρόφωνο κάποιος με αδελφίστικη φωνή και λέει: 
ΣΉΜΕΡΑ ΕΊΣΤΕ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΊ, ΓΙΑΤΊ ΈΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΣΟΥΠΕΡ ΝΤΟΎΠΕΡ ΈΚΠΛΗΞΗ! 
ΌΠΟΙΟΣ ΒΡΕΙ ΤΑ ΚΙΛΆ ΜΟΥ ΣΕ ΔΕΚΑΔΙΚΌ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΑ ΨΙΘΥΡΊΣΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΊ, ΘΑ ΚΕΡΔΊΣΕΙ ΈΝΑ ΣΟΥΠΕΡ ΝΤΟΎΠΕΡ ΔΏΡΟ! 
ΈΝΑ ΑΝΤΊΤΥΠΟ ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ ΜΟΥ!!!

            Αηδίασα. Ήπια όση μπύρα μου είχε απομείνει, έσβησα το τσιγάρο μου κι έφυγα. Δεν κατάλαβα γιατί βρέθηκα εκεί, ανάμεσά τους. Η τέχνη απαιτεί απόλυτη μοναξιά. Τι δουλειά είχα εγώ μέσα σε ένα συνωστισμένο μπαρ τέτοιου είδους; Προτιμώ να βρίσκομαι αντιμέτωπος με τους δαίμονές μου, παρά με τους ανθρώπους. Τους πρώτους, έχω μάθει να τους αντιμετωπίζω. 



*Πίνακας  του Edward Hopper , Nighthawks