Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Fight club





Θα τον συναντούσα στην πλατεία λίγο πιο κάτω από το σπίτι του. Καθώς πλησίαζα, είδα πως υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση εκεί. Υπήρχαν παιδιά στις κούνιες, μαμάδες που κάθονταν στο παγκάκι απέναντι να τα προσέχουν, κάποια αλάνια που μαλώνανε δυνατά, και τα αδέσποτα σκυλιά που αλήτευαν συμπληρώνοντας με την παρουσία τους την εικόνα του τοπίου. Έδειχνε να μην επηρεάζονται οι μεν από τους δε και συνυπήρχαν όλοι τους αρμονικά.  Παρόλο που ήταν βράδυ, είχε αρκετή ζέστη και υγρασία. Υπήρχε επίσης ένα περίπτερο – όπως σε κάθε πλατεία – και απέναντι απ’ αυτό, ένα καφενείο με 2-3 ρωσίδες, 3 θαμώνες μεσήλικες με τα ρούχα της δουλειάς που έπιναν ουίσκι “μπόμπα”, ακούγοντας  σκυλάδικα στη διαπασών.  Ευτυχώς όμως, ο η ηχορύπανση αυτή δεν γινόταν ιδιαίτερα αισθητή στην πλατεία.
Προχώρησα, πέρασα τις κούνιες, τις μαμάδες, τα αλάνια και είδα τον Αλέξη να κάθεται λίγο πιο πέρα σε ένα παγκάκι. Αφού χαιρέτησα πρώτα τον Ρόσι, ένα χάσκι με νοημοσύνη αρκετά μεγαλύτερη απ’ αυτή των ανθρώπων κι αφού απομακρύνθηκε να αλητέψει λίγο πιο πέρα, κάθομαι στο παγκάκι δίπλα στον τσάτσο. Έτσι λέγαμε ο ένας τον άλλο, γιατί όπως συνήθιζε να λέει, σ’ αυτόν τον κόσμο είναι γεννημένοι όλοι τσάτσοι, μπάτσοι και ρουφιάνοι. Κι εσύ τι είσαι, τσάτσος δεν είσαι; Λέγαμε ο ένας στον άλλο πειραχτικά.  Ρωτάω λοιπόν για πιόμα.
«Τι θα γίνει, θα πιούμε τίποτα;»
«Κάνε ό,τι θες. Δεν έχω μια. Μου είπε όμως ένας μάγκας πως σε λίγο θα παίξει κάνα τσιγάρο.»
«Καλά, μέχρι να παίξει, πάω να πάρω καμιά μπύρα»
«Εδώ, αν θέλεις καμιά μέρα να φας πολύ ξύλο, αλλά πολύ ξύλο, πήγαινε και πες τους “γαμιέται ο ολυμπιακός και το Καραϊσκάκη”. Θα σε στείλουν στην εντατική. Σπασμένες μύτες, πλευρά και ό,τι άλλο θες. Λέω να το κάνω καμιά μέρα, να με βγάλουν και από τον κόπο. Και θα τους πω ακόμα περισσότερα μπας και με αφήσουν στον τόπο. Πού ξέρεις, μπορεί να ‘μαι τυχερός.»
«Ωραία ρε, θα το έχω υπόψη. Πάω να φέρω τις μπύρες»
Επιστρέφοντας, μου δείχνει έναν ωραίο κόπρο και μου λέει: «Τον ξέρεις αυτόν; Αυτός είναι ο Προκόπης. Βλέπεις πως είναι κουρεμένος; Μια χαζή γκόμενα πήγε και τον κούρεψε και έχει μελαγχολήσει το σκυλί. Και πριν λίγο καιρό, κάποιοι μαλάκιες είχανε φέρει ένα πίτμπουλ  και το είχανε αφήσει να τον ξεσκίσει τον καημένο τον Προκόπη – έτσι, για πλάκα. Τον βρήκε αυτή η γκόμενα να κείτεται αναίσθητος σε μια λίμνη από αίμα. Τον μάζεψε, τον πήγε σε κτηνίατρο, τον έραψαν, και μετά από 2 μήνες τον άφησε ξανά στην πλατεία. Αυτή του βάζει τροφή και νερό.»
«Μα τι μαλάκες είναι τούτοι; Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;»
«Γιατί είναι μαλάκες»

Συζητούσαμε και πίναμε μπύρες, ώσπου ένα αλάνι μας πλησίασε και μας πέρασε το τσιγάρο – έτοιμο, στριμμένο. Πήραμε τις τζούρες μας, χαλαρώσαμε, κι ένα αέρινο πέπλο σκέπασε τη βραδιά, κάνοντάς μας να βλέπουμε ό,τι υπήρχε γύρω, διαφορετικά, με μια πιο γλυκιά διάθεση. Κι έτσι όπως ήμασταν συνεπαρμένοι στο όνειρό μας, είδαμε 2 τύπους με γάντια του μποξ να παίζουν ξύλο. Άγρια μπουκέτα στα μούτρα, στα πλευρά και όπου αλλού έβρισκε. «Τους βλέπεις αυτούς;» μου λέει ο Αλέξης, «έτσι κάνουν κάθε βράδυ. Πίνουν κάνα τσιγάρο και πλακώνονται στα μπουνίδια. Κανονικό fight club. Πήγαινε πες τους για τον ολυμπιακό να δεις.»
«Άσε τώρα, δεν είμαι σε φάση. Προτιμώ να τους παρακολουθώ από δω.»
«Έτσι την περνάω κάθε μέρα. Πού θα βρεις καλύτερα; Σαν να είναι όλα βγαλμένα από κομμάτι του Tom Waits…»
«Ή από κάνα διήγημα του Bukowski»
«Γι’ αυτό σου λέω, τι μπαρ και μαλακίες. Δεν πάω πουθενά. Δες, δες τα παιδιά. Ω, μαλάκα…!». Εκείνη την ώρα πέσανε κάτι δυνατά μπουκέτα και ο ένας από τους δύο ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. Ο άλλος, σαν γνήσιος μποξέρ του δρόμου, τον άφησε. Άλλωστε, αυτό ήταν κάτι σαν “προπόνηση” και δεν ήθελαν να σκοτωθούν μεταξύ τους.
«Λοιπόν, τι λες;»
«Είναι απίστευτοι οι τύποι!»
«Κάτσε, σε λίγο μπορεί να παίξει κι άλλο τσιγάρο»
«Γαμώ! Πάω να φέρω καμιά μπύρα. Την ήπιες τη δικιά σου;»
«Ναι. Πες του να κεράσει και καμία γιατί δεν θα  σου μείνει φράγκο.»

Εν τω μεταξύ, στην άλλη γωνία παρέμεναν οι μαμάδες με τα παιδάκια στις κούνιες και κανείς δεν ενοχλούνταν από κανέναν. Σιγά σιγά όμως, άρχισαν να αποχωρούν. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είχε περάσει η ώρα και ήταν αργά. Έτσι, στην πλατεία μείναν μόνο τα αλάνια. Και ήρθαν κι άλλοι μετά. Και από τους άλλους που ήρθαν, ένα γνήσιο αλκοόλι την πέφτει στο Ρόσι. «Τι όμορφος που είναι! Πώς τον λένε;» και άρχισε να τον χαϊδεύει και τα ρέστα. Και ο Αλέξης – που μάλλον τον ήξερε – του λέει: «Τι λες ρε μαλάκα; Λες και τον βλέπεις πρώτη φορά.». Έτσι λοιπόν, το αλκοόλι του απαντάει: «Εχθές με σταμάτησαν οι μπάτσοι και με ρωτούσαν να τους πω στοιχεία. Δεν θυμόμουν τίποτα. Με ρωτάνε “πώς σε λένε, πού μένεις” τίποτα εγώ. Σιγά μη θυμάμαι το σκύλο σου. Εδώ ξέχασα το όνομά μου» Kαι το εννοούσε. Έπειθε και το παρουσιαστικό του, και οι κινήσεις του, και ο τρόπος που μιλούσε. Και βεβαίως, τα χνώτα του. Σκότωναν ελέφαντα σε απόσταση χιλιομέτρου. Τον αφήσαμε και πήγαμε παραπέρα.

«Το θυμάσαι το καφενείο αυτό;» με ρωτάει ο Αλέξης
«Ε, βέβαια…»
«Την πρωτοχρονιά είχα πάει εκεί. Παίζανε σκυλάδικά. Κάθομαι να πιω ένα ουίσκι, μπόμπα. Ήταν τότε που είχε βγάλει ο David Gilmour το “on an island” με το Καστελόριζο, ξέρεις. Πηγαίνω σπίτι και φέρνω το cd και τους λέω να το βάλουν. Το βάζουν να παίξει και αντί να ξενερώσουν, γουστάρουν. Και αυτός ο μαλάκας που έχει το μαγαζί, λέει να το δυναμώσουν και με κερνάει ακόμα μια μπόμπα. Έχω γίνει λιώμα και με κερνάει και τρίτο. Μετά είχα γίνει σκατά και παραγγέλνω ένα ακόμα και… τίποτα.»
«Έλα ρε, άφησαν να παίξει το cd
«Ναι, και το ακούσαμε όλο! Underground ρε μαλάκα, πιο πολύ δε γίνεται»
Εκείνη την ώρα, ένα αλανάκι γύρω στα 17 μας λέει πως θα πάει για μπύρες με το μηχανάκι. Είχε κλείσει το περίπτερο. Τον ρωτάμε για κάνα τσιγάρο και λέει πως θα μας φτιάξει. Του δίνουμε λεφτά για μπύρες, παίρνει και από τους άλλους παραγγελία και φεύγει. Σε λίγο επιστρέφει με τις μπύρες και μας δίνει κι ένα τσιγάρο. Μόρτης ο πιτσιρικάς. Το πίνουμε κι αυτό.
Εν τω μεταξύ, οι άλλοι οι “παλαιστές του δρόμου” συνέχιζαν τα μπουνίδια τους, κι ένας πιτσιρικάς έκανε βόλτες με το ποδήλατό του και γυρόφερνε τους χασικλήδες. Ήταν - δεν ήταν - οχτώ χρονών. Δεν τον έδιωχνε κανείς. Κανείς δεν τον αναζητούσε. Ήταν της πλατείας. Η ώρα ήταν τέσσερεις. Ήρθε και μίλησε και σε μας. Καλό παιδί, διαλυμένη οικογένεια, τα γνωστά. Από μικρός στα δύσκολα. Καλή τύχη μάγκα.

Η παρέα θα συνέχιζε μέχρι το πρωί, αλλά εγώ ήμουν ήδη κομμάτια. Χαιρετάω τον τσάτσο και τα αλάνια και πάω να βρω ελεύθερο ταρίφα.
Το αστυνομικό τμήμα ήταν 2 στενά παρακάτω. Δεν μας ενόχλησε κανείς. Σκέφτηκα μήπως αναβίωνα τη δεκαετία του ’80, αλλά είχαμε 2011. Επιστημονικής φαντασίας αριθμός. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ή μάλλον τότε, μας μπουζουριάζανε ομαδικά. Τώρα, ποιός ξέρει γιατί κάνανε τα στραβά μάτια. Μας βόλευε όμως αυτό και δεν κάτσαμε να το αναλύσουμε. Θα μας καταστείλουν και πάλι σε ανύποπτο χρόνο, όπως κάνουν πάντα.
Άλλωστε, όλη αυτή η παρέα – μαζί και τα σκυλιά – είναι οι πιο αντιδραστικοί, ασυμβίβαστοι και οργισμένοι επαναστάτες που εναντιώνονται στο σύστημα και στο μικροαστικό τρόπο ζωής, αδιαφορώντας ακόμα και για τις ίδιες τις ζωές τους. Και ας μη το κάνουν συνειδητά. Κι αν είσαι μάγκας και σου κοτάει, κάνε πως πλησιάζεις την πλατεία…
Σταματάω έναν ταρίφα και του λέω: Κορυδαλλό.
«Μέσα;» με ρωτάει…