Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ίσως να είναι τα χρώματα που παίρνει ο ουρανός σαν ξημερώσει η μέρα




Κάθε βράδυ σαν μείνω μόνος
βάζω να ακούσω μουσική
ανοίγω μια μπύρα
και κάθομαι να κοιτάω επίμονα τον τοίχο απέναντι.
Για να έχει περισσότερο ενδιαφέρον
τον έχω γεμίσει με πίνακες.
Αφού πιω 3-4 μπύρες, βάζω μπρος τη ρακή.
Στρίβω τσιγάρα πολλά
και τα καπνίζω το ένα μετά το άλλο.
Κάποιες φορές λέω να ζωγραφίσω
άλλες να γράψω
τις περισσότερες φορές όμως
δεν κάνω τίποτα.
Τα χρώματα
η μουσική
με ταξιδεύουν αλλού
και η ώρα περνάει.
Πριν το καταλάβω, έχει κιόλας φέξει.
Βγαίνω στο μπαλκόνι, χαιρετάω τη μέρα
στρίβω ακόμα ένα τσιγάρο
και περιμένω να περάσει η σκουπιδιάρα.
Αυτοί θα έχουν μόλις ξυπνήσει.
Ακούω το θόρυβο της μηχανής
και παρακολουθώ τους κάδους να αδειάζουν
στο μεγάλο στόμα.
Η ματαιότητα σαν πέπλο έχει καλύψει τις ζωές μας.
Ποτίζω τις γλάστρες
και παρατηρώ πώς ξυπνάνε τα άνθη.
Αναλογίζομαι τη διαφορά μας
κι έπειτα αποφασίζω να ξεκουραστώ.
Κλείνω τα πατζούρια και αφήνω τη μέρα έξω
Τα λέμε σε λίγες ώρες ξανά

Καλημέρα

                       Καληνύχτα

             Ξημέρωσε …




*Πίνακας του Clunde Monet, impresion of sunrise

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Άκου ελληνάκο

*


            Αχρείε, βολεψάκια, άξεστε, μικροαστέ, ξεδιάντροπε, μασκαρά, κακομοίρη, ανεγκέφαλε, ανιστόρητε, γελοίε, υποκείμενο, ελληναρά της φραπεδιάς και του ωχαδερφισμού που αποχαυνώνεσαι στην τηλεόραση σαν πρόβατο και λειτουργείς σαν κουρδισμένο ρομποτάκι ανίκανο να αντιδράσει ό,τι κι αν του κάνουν. Άκου ελληνάκο  που τολμάς και υπονομεύεις το μέλλον μου πιστεύοντας σε κάθε προβοκάτσια, κατευθυνόμενε από τα ΜΜΕ και τις δηλώσεις των επιτήδειων πολιτικάντηδων και μεγαλοδημοσιογράφων, αυτών που σε έφτασαν σε σημείο να μην έχεις παιδεία, ασφάλιση για την υγεία,  λεφτά να πληρώσεις το ρεύμα, που θα βρεθείς στο δρόμο χωρίς τίποτα και παρόλα αυτά, να τους πιστεύεις και να πηγαίνεις να τους ψηφίσεις τυφλά, φοβούμενος να αντιδράσεις και να πάρεις τη ζωή και το μέλλον στα χέρια σου, που έχεις μάθει μια ζωή να είσαι δουλοπρεπής και να προσκυνάς αφέντες, αγάδες, αφεντικά, που δεν ξέρεις τι θα πει ελευθερία, που δεν ξέρεις τι θα πει αποφασίζω εγώ για μένα και δε χρειάζομαι κανέναν να με εξουσιάζει, να υπονομεύει και να καταστρέφει τη ζωή μου.
Άθλιε φιλήσυχε πολίτη που δέχεσαι και ανέχεσαι κάθε φασισμό φοβούμενος να αντιδράσεις, φοβούμενος να σκεφτείς διαφορετικά, αγνοώντας παντελώς τη σημασία της λέξης “επανάσταση”, είσαι υπεύθυνος για όλο αυτό το πανηγύρι της εξαθλίωσης της ζωής μας,  του ανύπαρκτου μέλλοντός μας. Ό,τι κι αν σου έκαναν, το ανέχτηκες παθητικά και έσκυβες πάντα το  κεφάλι. Κακομοίρη ανθρωπάκο, που όταν σου δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξεις λίγο τα πράγματα, εσύ προτίμησες το χειρότερο εξουσιαστή να σου πάρει ό,τι σου  είχε απομείνει: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κι εντάξει, εσύ είσαι ζώον, ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο υπόλοιπος όμως κόσμος που παίρνεις στο λαιμό σου, τι σου φταίει; Τι σου φταίμε όλοι εμείς που αγωνιζόμαστε καθημερινά να μην πέσουμε στον απόπατο, τι σου φταίν' τα νέα παιδιά που τα αφήνεις χωρίς καμία ελπίδα; Φοβήθηκες μη χάσεις το σπίτι σου, τώρα που θα σου το πάρει η τράπεζα, τι θα πεις; Τώρα που θα μείνεις στο δρόμο και θα τρέφεσαι με συσσίτιο, τι θα πεις;  Τώρα που οι φασίστες θα μπούνε στα σπίτια μας και θα τα λεηλατούν, τώρα που θα τραμπουκίζουν κάθε τι διαφορετικό, το γιο σου που είναι μαλλιάς, άρα και αναρχικός, την κόρη σου που είναι αριστερή, το φίλο μου που είναι μετανάστης και ήρθε εδώ ελπίζοντας για ένα καλύτερο αύριο, εμένα, εσένα το φιλήσυχο πολίτη, τι θα κάνεις; Αλλά τι ρωτάω, ξέρω τι θα κάνεις. Θα τους ανεχτείς, θα ανεχτείς τα πάντα κι όταν, αν έρθει ποτέ ξανά η ευκαιρία να διαλέξεις, πάλι τους ίδιους θα διαλέξεις γιατί, σε απλά ελληνικά, είσαι μαλάκας! Αλλά να ξέρεις, τη μαλακία μπορεί πολλοί να την αγάπησαν, το μαλάκα όμως, κανείς.

            Ντρέπομαι πραγματικά που ανήκω σε αυτή την άθλια φυλή, ντρέπομαι που νομίζετε πως είσαστε απόγονοι των αρχαίων ελλήνων και άλλες μαλακίες, ντρέπομαι που ο διπλανός μου δεν έχει καταλάβει τίποτα, κι ενώ του παίρνουν το σπίτι, αυτός θέλει να δείχνει οικονομικά άνετος γυαλίζοντας μια αχρησιμοποίητη mercedes στην αυλή του, ντρέπομαι για τα όνειρα των μικροαστών, ντρέπομαι γι’ αυτούς που κάθονται όλη μέρα σε μια high-class-άτη καφετέρια πίνοντας φραπεδιές ή φρεντοτσίνο και αδιαφορούν παντελώς για το αν ο πατέρας τους έχει να τους δώσει χαρτζιλίκι, ντρέπομαι που ενώ οι παππούδες μας πολέμησαν τους γερμανούς φασίστες στα βουνά, να έρχονται τώρα οι ανεγκέφαλοι και ανιστόρητοι και να νομιμοποιούν ένα ακραίο νεοναζιστικό κόμμα, ντρέπομαι που όλοι αυτοί θεωρούν τους εαυτούς τους έλληνες κι έχουν την αυταπάτη πως έπραξαν το σωστό. Αν είναι λοιπόν αυτός ο ελληνικός λαός, να με συμπαθάτε, αλλά δεν ανήκω σε αυτόν. Εμένα πατρίδα μου είναι ολόκληρη η γη και φυλή μου, το ανθρώπινο είδος. Αυτό που τείνει να εκλείψει τελευταία…




*O πίνακας είναι του Tom Wrenn - faces of agony