Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Για τον Γιώργο Γαβαλά



Τον Γιώργο Γαβαλά τον είχα γνωρίσει τυχαία σε μια βόλτα στη Διονυσίου  Αρεοπαγίτου στο Θησείο. Καθόταν σε ένα παγκάκι με την κιθάρα του κι εμείς παίρναμε μπύρες κι αράζαμε μαζί του. Μου έκανε εντύπωση πως δεν έπινε αλκοόλ, καμιά σόδα ζητούσε όταν προσφερόμασταν να τον κεράσουμε. Μιλάγαμε και λέγαμε διάφορα, για τη μουσική και όχι μόνο. Πήρα τα cd του που τα πουλούσε, όπως έκανε με τις κασέτες και ο φίλος του ο Άσιμος. Είδα πως στο youtube δεν υπάρχει σχετική αναφορά, οπότε θα αναλάβω να ανεβάσω τη μουσική του με την πρώτη ευκαιρία.

Πριν λίγες μέρες έμαθα για το θάνατό του. Όταν το συνειδητοποίησα, ένοιωσα την απώλεια. Στην επόμενη βόλτα μου στο Θησείο, δεν θα είναι εκεί. Θα περάσω από το σημείο που άραζε να πιω τη μπύρα μου και να τον αποχαιρετήσω.

Τότε, θυμάμαι, είχα γράψει ένα κείμενο κι ένα ποίημα αφιερωμένα σε αυτόν. Αργότερα, το 2008, τα συμπεριέλαβα στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, “ H Νόσο της Ποίησης”, και του είχα χαρίσει ένα αντίτυπο με σχετική αφιέρωση. Μου έλεγε πως έγραφε κι εκείνος, αλλά δεν είχε προβεί ποτέ σε έκδοση. Δεν ξέρω που μπορεί να βρίσκονται τα γραπτά του, αλλά τουλάχιστον, έχω δείγμα της μουσικής του, το οποίο και θα μοιραστώ μαζί σας όταν έρθει ο καιρός. Προς το παρόν, θέλω να σας παρουσιάσω το διήγημα που έγραψα γι’ αυτόν. Καθώς όμως τα χρόνια περνούν και όλοι αλλάζουμε, όταν το κοίταξα, ένοιωσα την υποχρέωση να κάνω μερικές διορθώσεις, με προσοχή όμως, χωρίς να χαθεί το πρωταρχικό του κλίμα και ύφος.  

Επηρεασμένος τότε από τα πεζοποιήματα του Baudelaire, έγραψα το παρακάτω κείμενο σε ανάλογο ύφος.
Σήμερα δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος και η γραφή μου έχει αλλάξει κατά πολύ. Αλλά αυτό είναι μια μνεία για τον Γιώργο Γαβαλά, έτσι όπως την είχα γράψει τότε, τον πλανόδιο αλήτη και μουσικό που έτυχε να κάνουμε παρέα κάποτε. Σας το παρουσιάζω με κάθε σεβασμό προς το άτομό του και ουσιαστικά, όπως το είχα βιώσει τότε.

Καλό ταξίδι Γιώργο, θα σε θυμόμαστε για αυτό που ήσουν. Ένας ελεύθερος άνθρωπος που δεν χώρεσε πότε σε πλαίσια και δεσμά, κι έτσι μια μέρα, πέταξε μακριά. 




Σε ένα παγκάκι κάτω από την ακρόπολη

                Τα χρυσαφιά χρώματα της δύσης που απλώνονται τόσο όμορφα τριγύρω, κατά μήκος αυτού του πλακόστρωτου δρόμου και κυριεύουν το βλέμμα οδηγώντας το, από τα δέντρα και τις πέτρες, τα παγκάκια και τα μπουλούκια των περαστικών – ψηλά πάνω στην ακρόπολη – κι ευθύς αμέσως, πίσω στο δρόμο και τα δέντρα και στα πέτρινα παγκάκια, για να καταλήξει και να σβήσει μπρος στο ακτινοβόλο, γεμάτο πανουργία και αθωότητα, γεμάτο ευαισθησία κι εξυπνάδα βλέμμα των παιδιών.

                Η πορεία μας, απροσδόκητα ανάλαφρη και η μαγεία των χρωμάτων του ουρανού διαχέονταν παντού γύρω, κάνοντας το κάθε τι, κάθε λεπτό που περνάει, να παίρνει κι άλλη απόχρωση, πάντα όμορφη – πάντα μαγική.

                Καθώς μια γλυκιά κούραση μας είχε καταβάλει, κανείς δεν αρνήθηκε να καθίσουμε για λίγο στο πέτρινο παγκάκι, που έτσι συνεπαρμένοι καθώς ήμασταν, λίγο έλειψε να σκοντάψουμε πάνω του. Δεν είχαμε καταλάβει το πόσο μας είχε απορροφήσει το τοπίο κι έτσι μείναμε εκεί, ώσπου τα μπλαβιά χρώματα της δύσης έδωσαν τη θέση τους στο  χρυσαφί φως της σελήνης.

                Το ηλεκτρικό φως, με τη σειρά του, φώτισε την ακρόπολη και άναψε κάθε φανάρι στο δρόμο. Κάποιος ζωγραφίζει τη στιγμή θέλοντας να την  αιχμαλωτίσει, κάποιος άλλος διαβάζει ένα βιβλίο με ποιήματα και ο μουσικός δίπλα μας ετοιμάζεται να παίξει το ρόλο μιας ολόκληρης ορχήστρας, σχεδιάζοντας το ηχόχρωμα της βραδιάς με τον δικό του τρόπο.

                Ο μουσικός, ένας άνθρωπος γραφικός, θα έλεγες άλλης εποχής. Ένα πουκάμισο παλιό – πολύχρωμο, ένα τζιν επίσης παλιό με κάποια μπαλώματα και ξέφτια στις άκρες, κάτι παπούτσια πάνινα κι ένα καπέλο «τζόκεϊ», πίσω από το οποίο περνούσε τα γκρίζα του μακριά μαλλιά. (Στην περιγραφή ίσως να ταίριαζε και μια μακριά γενειάδα, αλλά να με συμπαθάτε, δεν θα σας ευχαριστήσω). Κι όταν μιλήσαμε για τον Νικόλα (τον Άσιμο), μας είπε πως κάποτε παίζανε μαζί και τα σχέδια που κάνανε, μέχρι που ο Νικόλας πήρε την απόφαση να μας αφήσει.

                Έδειχνε γύρω στα 50 ή και νεότερος ακόμα κι έτσι όταν ρωτήσαμε για την ηλικία του μας είπε πως ήταν 71! Απίστευτο! Το ήξερα όμως καλά, το είχα ξαναδεί και σε άλλους καλλιτέχνες. Λες και η τέχνη τους, κατά έναν περίεργο τρόπο, τους κρατούσε για πάντα νέους, δεν τους άφηνε να γεράσουν. Και ίσως έτσι να είναι. Ίσως η τέχνη, όταν πραγματικά την αγαπάς και όχι όταν ασχολείσαι απλά μαζί της, να σε ανταμείβει με μια αιώνια νεότητα, να κρατάει πάντα ζωντανό το παιδί μέσα σου, έτσι ώστε να σου επιτρέπει να καταπιάνεσαι και να πορεύεσαι με αυτή. Ίσως να μη σου χαρίσει ποτέ χρήματα ή έναν άνετο τρόπο ζωής, αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτά; Αυτό που θα σου χαρίσει θα είναι κάτι ανάλογο με το «πορτραίτο του Dorian Gray» - η αιώνια νεότης.

                Η μουσική του… μια ολόκληρη πανδαισία από ήχους, όλοι προερχόμενοι από ένα και μόνο άτομο – μια κινητή ορχήστρα. Δυο ντέφια περασμένα στα πόδια – αριστερό πόδι, άρση, δεξί πόδι, θέση – μια κλασική ιδιόμορφη κιθάρα με χορδές μεταλλικές (ακουστικής κιθάρας), μια ζώνη πολύχρωμη με καμπανάκια (για περισσότερους ήχους) και τα χέρια: αριστερό και δεξί, πέρα από το να αδράζουν τις χορδές και μελωδίες να σκορπούν, έπαιζαν παράλληλα το ρόλο των κρουστών χτυπώντας ρυθμικά την κιθάρα. Και βέβαια, πώς θα μπορούσα να παραλείψω ένα πραγματικά περίεργο πνευστό, το καζού, που το έκανε να ακούγεται σαν σαξόφωνο και μας μάγευε όλους.

                Άλλος ένας πλανόδιος μουσικός που την τέχνη του εκθέτει στους δρόμους, που αρνείται να εμπορευτεί, να ακολουθήσει το σύστημα. Καλλιτέχνες του δρόμου, ελεύθεροι άνθρωποι. Η τέχνη για την τέχνη και τον άνθρωπο.

                Οι ώριμοι και «συνετοί» περαστικοί, σπάνια στέκονται να ακούσουν λίγο, να δώσουν σημασία. Δεν πειράζει όμως, καταλαβαίνουν και γοητεύονται μόνο όσοι έχουν την ευαισθησία, μόνο όσοι έχουν το ταλέντο να το κάνουν. Γιατί ταλέντο χρειάζεται, όχι μόνο για να κάνεις τέχνη, αλλά και για να μπορέσεις να την εκτιμήσεις. Τα περισσότερα παιδιά είναι προικισμένα απ’ αυτό το ταλέντο.

Έτσι, ένα κοριτσάκι γοητεύτηκε από τη μουσική του και δεν ήθελε να φύγει. Χόρευε σαν μούσα κάτω από τους αρχαίους ρυθμούς, φιλτραρισμένους από τη σημερινή ματιά του καλλιτέχνη και σκορπισμένους αρμονικά, ένα με το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα κάτω από την ακρόπολη.  

                Οι γονείς του χαριτολογώντας και κάνοντας χάζι το κοριτσάκι τους, το άφησαν για λίγο να ακούσει και να λικνιστεί – έτσι όπως κάνουν τα παιδιά από ένστικτο στους ρυθμούς ενός κομματιού. Στη μικρή μούσα όμως, δεν έφτασε μόνο ένα κομμάτι. Ήθελε να μείνει εκεί, πείσμωνε και μάταια τη τραβούσαν οι γονείς της από το χέρι. Έτσι έμεινε και για δεύτερο κομμάτι κι έπειτα για τρίτο κι έπειτα… ο μπαμπάς της αγανακτισμένος την παίρνει γρήγορα στην αγκαλιά του και την απομακρύνει: «φτάνει! Σαν πολύ δεν σου κάναμε το χατίρι;»  και το κοριτσάκι, η μούσα που μας επισκέφτηκε, αποχώρησε δυσανασχετώντας και κλαίγοντας.

                Το όνομα του μουσικού ήταν Γιώργος Γαβαλάς. Γύρισε προς το μέρος μας και είπε: «ξέρεις πόσα παιδιά έρχονται και κάθονται να ακούσουν; Τα παιδιά καταλαβαίνουν αυτό που οι “μεγάλοι” έχουν πάψει προ πολλού. Όχι όλοι, μόνο αυτοί που έχουν σκοτώσει το παιδί μέσα τους. Όσο γι’ αυτούς που έχουν καταφέρει να το κρατήσουν ζωντανό, να, όλο κάπου εδώ τριγύρω κάθονται και κάνουμε παρέα.»

                Rock, jazz, ethnic αυτοσχεδιασμός και η μουσική είχε δέσει τόσο με το τοπίο, που μας έκανε να περάσουμε σε αλλοτινούς χρόνους – ηλεκτρισμένους με μια ενέργεια που σε ταξιδεύει και ύστερα χάνεις το δρόμο, δεν ξέρεις να επιστρέψεις, μένεις κάπου ενδιάμεσα. Κι όταν βρεις το δρόμο ή με κάποιο τρόπο τέλος πάντων επιστρέψεις, μια γλυκιά νοσταλγία μένει και προσπαθείς να ισορροπήσεις σε αυτό το ενδιάμεσα ή να πας γρήγορα σπίτι να κοιμηθείς, μη τυχόν και πέσεις απότομα στην πεζή πραγματικότητα κι έτσι, στο όνειρο όπως είχες μάθει, μην τρομάξεις, μην από το ξάφνιασμα πέσεις και τσακιστείς.

                Προς το παρόν γνωρίζαμε πως εκεί να κρατηθούμε και να μη μας απασχολεί η επιστροφή, αλλά το ταξίδι, που πέρα από τη μαγεία του τοπίου, πέρα από την πανδαισία της Τέχνης, πέραν όλων των άλλων, το τροφοδοτούσαμε με άφθονη μπύρα, μπύρα και τσιγάρα στριφτά, και κερνούσαμε όποιον έστεκε εκεί για λίγο, να δει, να ακούσει, να μπει στην παρέα, να συντελέσει, να ενωθεί, να κοινωνήσει μαζί μας τη μουσική κάτω από την ακρόπολη,  τη συντροφιά,  την ψυχή μας – στην υγειά μας! Εβίβες! Salute!




Κάτω από την ακρόπολη

Όλη η τέχνη μαζεμένη σε ένα παγκάκι
κάτω από την ακρόπολη.
Ένας μουσικός – ορχήστρα μόνος του – jazz rock
μια ζωγράφος που αποτυπώνει τη στιγμή στο χαρτί
κι ένας άθλιος ρομαντικός που διαβάζει ποιήματα…

ώσπου ένα μικρό παιδί—
                                               ένα κοριτσάκι
γοητεύεται!
Νοιώθει όλη την τέχνη και μένει εκεί να χορεύει
Δεν μπορεί να ξεφύγει – δεν θέλει να απομακρυνθεί
όσο κι αν οι γονείς του το τραβάνε 
έχει ενθουσιαστεί – δεν θα φύγει
Είναι η ζωή – είναι το πάθος – είναι η μουσική
είναι η ποίηση  είναι όλα
ένα μικρό κορίτσι
να έχει γοητευτεί
να έχει γοητέψει τους πάντες
μούσα και Θεά κάτω από την ακρόπολη
αφημένη στις μελωδίες ενός πλανόδιου μουσικού
και μιας τέχνης, που μπροστά της
χάνει το νόημα της