Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Φθινοπωρινό οδοιπορικό


Ι
Κάθε ποιητής
οφείλει να έχει το καφενείο του
όπου θα πίνει τη ρακή
ή το κονιάκ του

Όχι άλλο ποτό
Είναι καθαρά αντιποιητικό

ΙΙ
Ο Μίλτος
είχε δώσει μια ποιητική του συλλογή
σε κάποιον μπακάλη
Αμόρφωτος Άνθρωπος
δεν είχε πάει σχολείο

Όταν τον ξαναβρήκε, τον ρώτησε
και τότε εκείνος
με δάκρυα στα μάτια
του είπε πόσο τον άγγιξε

III
Ο Τάσος πάλι
ήταν τόσο ευγενής
και ονειροπόλος
που κανείς δεν μπόρεσε
να φανταστεί ποτέ
πως έλεγε αλήθεια
πως αυτός ήταν ο δολοφόνος

Αλλά, τι να καταλάβετε τώρα κι εσείς…

IV
Κι όταν εκείνη με συνάντησε
παραξενεύτηκε
που ήταν τα γένια μου
κάπως κοντά και περιποιημένα
Μου είπε:
Περίμενα να σε δω
σαν τον αγαπημένο σου
τον Μίλτο Σαχτούρη

Δεν ήξερε πως αυτό το φυλούσα
για λίγο αργότερα

V
Ένας επαίτης
με πλησιάζει καθώς γράφω
Άνεργος είναι, λέει, και ζητάει χρήματα
Δεν τον άκουσα στην αρχή
Έπειτα του είπα πως
χάλασα ό,τι χρήματα είχα
γι’ αυτή τη ρακή

Μάλλον δεν με πίστεψε
μα εγώ έλεγα την αλήθεια

VI
Η βροχή αποφάσισε
να ξεπλύνει τις ψυχές μας
Φαίνεται πως κάτι τέτοιο
ήταν δύσκολο πολύ
Έτσι επέλεξε να μη σταματήσει

VII
Τι κάνεις εσύ εδώ;
Δεν σε κάλεσα…
-Κάνει κίνηση να φύγει-
Περίμενε!
Μπορείς να μείνεις
Εξάλλου
όλοι κατάλαβαν
πως υπήρξαμε εραστές

VIII
Έβρεχε ώρες τώρα
και στους δρόμους
είχαν σχηματιστεί μικροί χείμαρροι 
Μάταια προσπαθούσα να τους αποφύγω
μη βρέξω τα παπούτσια μου
που ήταν τρύπια

Μόλις όμως βράχηκε το ένα πόδι
απελευθερώθηκα
κι έτσι περπατούσα
άνετα πια
βουτώντας και τα δυο μου πόδια
μες τους μικρούς χείμαρρους
κατά μήκος των πεζοδρομίων

Δεν είχα να φοβηθώ τίποτε πια
και απολάμβανα τη βόλτα
μες τη βροχή