Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Τέσσερεις μαύροι πίνακες σε ένα απόγευμα



Την άκουσε που γύρισε από τη δουλειά. Πήγε να της ανοίξει. Αυτή βρισκόταν ήδη στην πόρτα. Την καλωσόρισε. Του είπε, πώς είναι έτσι η φωνή του. Τη ρώτησε, πώς είναι η φωνή του. Τον μιμήθηκε κοροϊδευτικά. Δεν απάντησε.
                Μετά πήγε στην τουαλέτα. Όταν βγήκε, του είπε: τι είναι όλες αυτές οι πιτσιλιές. Αυτός, αποτραβήχτηκε ενοχημένος. Τη ρώτησε γιατί έχει τόσα νεύρα. Του είπε πως δεν έχει νεύρα και απλά, είναι κουρασμένη. Τότε αυτός, πήγε στο δωμάτιο και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μετά από λίγο, αυτή του φώναξε: “θα έρθεις να φάμε ή όχι;”. Αυτός, πήγε σιωπηλά. Καθίσανε να φάνε και κανείς τους δεν είπε τίποτα. Αυτή άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούσει ειδήσεις και συνέχισαν στο τραπέζι χωρίς να πει κανένας τους λέξη.
                Αφού φάγανε, αυτή πήγε να πλύνει τα πιάτα. Αυτός, της έφερε αυτά που ήταν στο τραπέζι. Ούτε λόγος  για τον καινούριο του πίνακα – αν και ήταν αποτυχία. Έπειτα, αυτή πήγε να ξαπλώσει. Αυτός, κάθισε στον υπολογιστή. Είχε κρύο και τα δάχτυλά του πάγωναν. Είπε να καταστρέψει τον χθεσινοβραδινό του πίνακά.  Πήρε μπλε oultramarine,  κόκκινο και μαύρο και άρχισε να τον καλύπτει. Πρόσθεσε ψημένη όμπρα και συνέχισε με ένα πλατύ πινέλο. Το αποτέλεσμα ήταν μαύρο, αλλά είχε κάποιες γκριζοπράσινες αποχρώσεις που του άρεσαν. Ίσως να οφείλονταν στα χρώματα που είχε από κάτω ο πίνακας και που δεν είχαν στεγνώσει ακόμα. 
                Αυτή σηκώθηκε κι έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Θα την ενοχλούσε η μυρωδιά.
                Του άρεσαν τα λάδια. Τα ακρυλικά, δεν τα μπορούσε, τα θεωρούσε ψεύτικα.
                Αφού τελείωσε με τον πίνακα, είδε πως είχε αρκετή μπογιά στο πινέλο. Κρίμα είναι να πάει χαμένη. Πήρε άλλον έναν καμβά, μικρότερο αυτή τη φορά και τον έβαψε μαύρο. Είχε ακόμα αρκετό χρώμα. Πήρε κι ένα παλιό του έργο με ακρυλικά – που δεν του άρεσε – και το έβαψε κι αυτό μαύρο. Πολύ καλύτερα έτσι. Το πινέλο είχε ακόμα μπογιά. Αυτά τα λάδια είναι περίεργα χρώματα. Πήρε λοιπόν, ακόμα έναν καμβά, λίγο πιο μικρό, και άρχισε να τον βάφει κι αυτόν μαύρο, μέχρι που το πινέλο δεν έβγαζε άλλη μπογιά. Πολύ ωραία. Τέσσερεις μαύροι πίνακες σε ένα απόγευμα. Καθόλου άσχημα. Μετά πήρε να καθαρίσει το πινέλο του και τις πιτσιλιές στο πάτωμα. Αφού τέλειωσε και με αυτό, πήρε να φτιάξει καφέ. Αυτή ξύπνησε και ήρθε στην κουζίνα. Τη ρώτησε αν θέλει καφέ. Του είπε όχι. Μετά από δύο λεπτά, έφτιαξε μόνη της και αποσύρθηκε να ετοιμάσει τη δουλειά της για την επόμενη μέρα.
             Αυτός, κάθισε ξανά στον υπολογιστή, επισκέφτηκε τα μπλογκ του και ήπιε τον καφέ του. Μετά, έβαλε μουσική και πήγε να ταΐσει τη γάτα. Είχε νυχτώσει. Έβαλε να πιει ένα τσίπουρο κι έφτιαξε μεζέ. Αυτή, πήγε να σιδερώσει στο άλλο δωμάτιο κι έβαλε να δει ταινία. Αυτός ήθελε να ακούσει my dying bride. Έκλεισε την πόρτα.

            Αργότερα, ήρθε να του ανακοινώσει πως πάει για ύπνο. Την καληνύχτισε. Σκέφτηκε πως εκείνη τη μέρα, δεν αντάλλαξαν πάνω από τρεις κουβέντες. Έβαλε ακόμα ένα ποτήρι, συνέχισε να ακούει μουσική και κοίταγε επίμονα αυτούς τους μαύρους πίνακες.  
                Τι θα μπορούσε να κάνει άραγε;
                Έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και το κάπνισε.