Πίνακας του Jeremy Man
Περπατούσαν
στον κεντρικό δρόμο. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Υπήρχε κόσμος τριγύρω.
Μεθυσμένοι όλοι. Ένα παλούκι πεταμένο κάπου στο πεζοδρόμιο. Ένα φανάρι μπροστά
τους. “Γιατί να υπάρχουν φανάρια;”, σκέφτεται ο ένας και πιάνει το παλούκι και
σπάει το κόκκινο και λίγο από το πορτοκαλί. Πιάνει ο άλλος το παλούκι και σπάει
το πράσινο και αποτελειώνει το πορτοκαλί. Ήταν πραγματικά φίλοι.
Αρχίζουν
και τρέχουν. Τρέχουν ανάμεσα στο πλήθος. Ένα ψυγείο με μπύρες και αναψυκτικά
βρίσκεται στο δρόμο τους. Έτσι όπως τρέχουν, ο ένας από τους δυο, του ρίχνει
μια και το σωριάζει κάτω. Ο άλλος του ρίχνει μια κλωτσιά και σπάει το τζάμι.
Συνεχίζουν
να τρέχουν. Στα μάτια τους η καταστροφή. Δε θα γλιτώσει τίποτα που θα βρεθεί
στο δρόμο τους. Δεν τολμάει να τους επιπλήξει κανείς. Δεν τολμάει να τους
πλησιάσει κανείς.
Είναι νέοι.
Ο ένας με μακριά καμπαρτίνα, μπότες και μαύρο τζιν. Ο άλλος με καφέ δερμάτινο
μπουφάν, μπότες και μπλε ξεθωριασμένο τζιν. Ο ένας, ψηλός, μελαχρινός με κοντό
μαλλί. Ο άλλος, λίγο πιο κοντός με καστανό μακρύ μαλλί.
Χάνονται
στα στενά. Δεν τους ακολουθεί κανείς. Πρέπει να φύγουν. Φθάνουν στο αμάξι.
Οδηγεί ο ψηλός. “Γρήγορα, πάμε!”, του φωνάζει ο άλλος. Ξεκινούν. Πορεία ευθεία.
Ευθεία. Αριστερά και δεξιά, παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ευθεία. Ευθεία παρεκκλίνουσα.
Χτυπάει έναν καθρέπτη από τα παρκαρισμένα. Μετά δεύτερο. Μετά τρίτο. Μετά
τέταρτο. Μετά πέμπτο. Μετά όλους. Σπάει και ο δικός τους δεξής καθρέπτης. Σκάει
και το μπροστινό δεξί λάστιχο. Συνεχίζουν.
«Πρέπει να
αλλάξουμε λάστιχο»
«Μη
σταματάς τώρα»
«Λίγο πιο
κάτω. Θα μπω σε άλλο στενό»
Σταματάνε
σε κάποιο φανάρι. Κάτι τους λένε δυο τύποι από ένα διπλανό αμάξι. Κατεβαίνουν
κάτω. Περιμένουν ουρά τα αμάξια. Δεν κορνάρει κανείς. Λογομαχούν, αλλά δεν
πέφτει ξύλο. Οι άλλοι, υποχωρούν. Οι δικοί μας, μπαίνουν στο αμάξι και
απομακρύνονται δίχως να κοιτάξουν φανάρι.
Πρέπει να
αλλάξουν λάστιχο. Στρίβουν σε ένα στενό και σταματάνε. Φαίνεται ήσυχα εκεί.
Σκοτεινά. Βγάζουν το γρύλο, τη ρεζέρβα κι αρχίζουν να ξεσφίγγουν τα μπουλόνια.
Σε λίγο ο τροχός πέφτει κάτω και τοποθετούν τη ρεζέρβα. Δεν τους παίρνει πάνω
από πέντε λεπτά. Το δεξί φτερό, πόρτα, καθρέπτης και γενικά, όλη η δεξιά μεριά
του αυτοκινήτου, είναι κατεστραμμένη.
«Θα
μπορέσεις να οδηγήσεις μέχρι το σπίτι;»
«Θα
μπορέσω»
«Είσαι
σίγουρος;»
«Σίγουρος
είμαι»
«Πήγαινε
αργά και μην κάνεις άλλη μαλακία»
«Μη
φοβάσαι, δε θα πάθουμε τίποτα»
Μπαίνουν
στο αμάξι και συνεχίζουν ευθεία στον κεντρικό δρόμο. Μόνο κάτι παρκαρισμένα. Ο
δρόμος είναι πλατύς. Τρέχουν χωρίς να σταματάνε σε φανάρια. Τρέχουν σε ευθεία,
όλο ευθεία. Πάνω σε ένα πεζοδρόμιο, πλατύ πεζοδρόμιο, είναι παρκαρισμένο ένα
αμάξι. Πηγαίνουν ευθεία, ευθεία στη μέση του δρόμου. Η πορεία τους αρχίζει και
πάλι να παρεκκλίνει. Πιο πολύ. Πιο πολύ. Χάνουν τον έλεγχο. Καβαλάνε το
πεζοδρόμιο με ταχύτητα μεγάλη και παρασέρνουν το παρκαρισμένο αμάξι. Αυτή τη
φορά σκάνε και τα δυο λάστιχα από τη δεξιά πλευρά. Το αμάξι δεν μπορεί να
συνεχίσει, αλλά ούτε κι αυτοί.
Το πρωί,
απεγκλώβισαν τα πτώματα κι έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιο ατύχημα δυο
μεθυσμένων. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Κανείς δεν έμαθε τι πραγματικά έγινε. Δεν
τους αναγνώρισε κανείς. Ούτε αυτούς, ούτε το αμάξι. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
απόσπασμα από το βιβλίο "Χ-έγερση υποσυνειδήτου"
2 σχόλια:
Ωραίο!!!
Γεια σου ρε Αλέξη!
Δημοσίευση σχολίου