Όταν το πλοίο έφτασε στο
λιμάνι, αυτός βγήκε έξω στην πρύμη. Του άρεσε να βλέπει την διαδικασία καθώς το
πλοίο πλησιάζει, να ρίχνουν τους κάβους οι ναυτικοί και να ανοίγει σιγά σιγά η
μπουκαπόρτα για να ξεχυθεί το συνωστισμένο πλήθος στη στεριά. Δεν είχε λόγο να
βιαστεί, και πραγματικά, σιχαινόταν τέτοιου είδους στριμώγματα. Έτσι επέλεξε να
κάνει το τσιγάρο του στην πρύμη, παρατηρώντας την μέρα που ξημέρωνε και το
πλοίο να πιάνει στεριά. Η πρωινή αύρα τον ξύπνησε για τα καλά και δεν σκέφτηκε
να πάρει τον πρώτο καφέ της ημέρας στο πλοίο. Θα περίμενε εκεί, στην πρύμη,
μέχρι να φύγουν τα φορτηγά και ο πολύς κόσμος. Άλλωστε, οι σχηματισμοί που
παίρνουν τα σύννεφα και τα χρώματα του χειμωνιάτικου ουρανού, μπορούσαν να τον
συνεπάρουν για ώρες. Και μάλιστα, μια τέτοια ώρα που ο ήλιος δεν έχει ανατείλει
ακόμα και που, από στιγμή σε στιγμή, αλλάζει όλο το τοπίο χρώματα και
αποχρώσεις, κάνοντάς σε να θαυμάζεις το έργο αυτό της φύσης. Τόλμησε μάλιστα να
το παρομοιάσει με πίνακες ζωγραφικής αγαπημένων του ζωγράφων, αλλά ήξερε όμως
πως η φύση εναλλάσσεται συνεχώς και πως αυτή την αίσθηση, όσο κι αν
προσπαθήσει, δεν θα μπορέσει να την αντιγράψει κανείς.
Τα βενετσιάνικα κτίσματα αυτής
της πόλης, οι χιονισμένες βουνοκορφές, ο ήλιος που ανέτειλε αργά, δημιουργούσαν
μια ονειρική εικόνα καθώς αντικατοπτρίζονταν στη θάλασσα, που ήρεμη όπως ήταν,
δεχόταν κι επέστρεφε με το δικό της μοναδικό τρόπο τη μαγεία αυτή του τοπίου.
Ένα ποίημα που εξελίσσεται... Όλα αυτά τον έκαναν να θυμηθεί το βαρετό
και μονότονο ουρανό του καλοκαιριού και να καταλήξει: «Ο χειμώνας μου αρέσει!»
Ο πολύς ο κόσμος είχε ήδη
αποχωρίσει, τα φορτηγά είχαν φύγει και μόνο κάποια ΙΧ οχήματα, έβγαιναν πότε
πότε. Έβαλε το κασκόλ γύρω από το λαιμό του, κούμπωσε το μπουφάν του, έπιασε το
σάκο του κι αποφάσισε να αφήσει το πλοίο μέχρι το επόμενο ταξίδι. Κατέβηκε,
βγήκε στην μπουκαπόρτα και πάτησε στεριά.
Ο συννεφιασμένος ουρανός εκείνη
την ώρα, έδινε όλες τις αποχρώσεις του μπλε. «Blues», σκέφτηκε, «τα χρώματα της
θλίψης». Άφησε το λιμάνι πίσω του και προχώρησε. Δεν ήξερε την περιοχή, κι
έτσι, γυρνώντας στα στενά της πόλης, βρέθηκε σε ένα παραδοσιακό καφενείο κοντά
στο λιμάνι. Υπήρχαν ήδη κάποιοι θαμώνες εκεί, μεγαλύτεροι σαφώς από αυτόν,
ντόπιοι. Δεν δίστασε, έκατσε σε ένα τραπεζάκι και παρήγγειλε καφέ ελληνικό,
σκέτο. Η ώρα είχε περάσει, ήταν 8 το πρωί. Ο φρεσκοκομμένος καφές ψημένος στη
χόβολη, γέμιζε με το άρωμά του τη γύρω περιοχή. Έβγαλε ένα σημειωματάριο κι άρχισε
να γράφει χωρίς να σκέφτεται τι. Ήταν ξένος εκεί. Το παρουσιαστικό του και η
στάση του, έπειθαν γι ‘αυτό. Στο καφενείο, όλοι μουστακαλήδες. Αυτός, μουσάτος,
απόμακρος και με μακριά μαλλιά. Δεν έμεινε απαρατήρητος.
Σε λίγο, φτάνει ένα καραφάκι
ρακή στο τραπέζι του. «Είναι από τον Μανωλιό και την παρέα του» του λέει ο
καφετζής. “Σε συνδυασμό με τον καφέ, είναι ό,τι πρέπει για το κρύο”, σκέφτεται.
Γεμίζει το ποτήρι του και στρέφεται προς την παρέα των ντόπιων.
«Γεια μας!»
«Εβίβες παλικάρι! Τι σε φέρνει
στα μέρη μας;»
«Ο άνεμος, νομίζω…»
Σημείωση: To παραπάνω σύντομο διήγημα δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα
eyelands (το site των αυτοδιαχειριζόμενων εκδόσεων "Παράξενες μέρες") με θέμα το χειμώνα. Δείτε εδώ
Στον ιστότοπο αυτό, το δημοσιεύω ξανά με κάποιες μικρές
αλλαγές και με τίτλο "Ο ξένος" αντί "Ο ταξιδιώτης", όπως
ήταν αρχικά.
3 σχόλια:
Κ ρ ή τ η Μου..
Γεια σου ελία!
Άντε, κατέβα να κεράσουμε καμιά τσικουδιά.
οοο μην μου λες τέτοια
γιατί ένα από τα δυο ή τρια πράγματα που ξέρω για ΄μενα είναι οτι μια μέρα θα επιστρέψω Κρήτη ..
χαχα :)
Δημοσίευση σχολίου