Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η συνάντηση


Μπήκα στο καφενείο για να κρυφτώ
Κάθισα σε ένα τραπεζάκι
Στις δύο θέσεις απέναντί μου
ήρθαν και κάθισαν ο Μίλτος και ο Τάσος
Έβρεχε

Ο Τάσος έλεγε πως
οι θαμώνες του καφενείου
γελούσαν σαν αποκοιμιόταν στην καρέκλα
αλλά τι να έκανε που οι νεκροί κάθονται άγρυπνοι 
και πρέπει να κοιμηθούμε και για κείνους

Ο Μίλτος έλεγε για έναν νεκρό κόσμο 
και για κάποια τέρατα που χαρτόπαιζαν
και πως η κυρία σκατό και καρπούζι
μιλούσε πάλι
ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη 
το μαχαίρι της και να αρχίσει να σφάζει

Εγώ τους έβαζα ρακή στα ποτήρια
και τους καθησύχαζα
Δεν βρέχει πια στο δωμάτιο
Ας σπάσουμε τις κορνίζες
με  τα νεκρά μας πορτραίτα
Η σελήνη μας περιμένει
Έχουμε καιρό ακόμα
Ας πιούμε 





2 σχόλια:

Χρήστος Αντισθένης Ζάχος είπε...

Εδώ έχει ενδιαφέρον και το πρωτόλειο καθώς έχει άλλη αμεσότητα.
Το παραθέτω λοιπόν για όσους ενδιαφέρονται:

Μπήκα στο καφενείο για να κρυφτώ
Κάθισα σε ένα τραπεζάκι
Στις δύο θέσεις απέναντί μου
Εμφανίστηκαν ο Μίλτος και ο Τάσος
Έβρεχε

Ο Τάσος έλεγε πως
οι θαμώνες γελούσαν σαν αποκοιμιόταν στην καρέκλα
και πως οι νεκροί κάθονται άγρυπνοι
και πρέπει να κοιμηθούμε και για κείνους

Ο Μίλτος έλεγε ρίξε το πέντε
ως νεκρός δολοφόνος
και πως η κυρία σκατό και καρπούζι
μιλάει πάλι
ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη
το μαχαίρι και να αρχίσει να σφάζει

Εγώ τους έβαζα ρακή στα ποτήρια
και τους καθησύχαζα
Δεν βρέχει πια στο δωμάτιο
Ας σπάσουμε τις κορνίζες
Η σελήνη μας περιμένει
Έχουμε καιρό ακόμα
Ας πιούμε

Χρήστος Αντισθένης Ζάχος είπε...

Το ποίημα συνάντηση, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σύνθεση ποιημάτων. Αυτό συνέβη τυχαία καθώς είχα δανείσει κάποια παλιά βιβλία σε έναν φίλο και μια μέρα τα πήρα πίσω. Ήταν τα εκτοπλάσματα του Σαχτούρη σε έκδοση του 1990 και το εγχειρίδιο ευθανασίας του Λειβαδίτη σε έκδοση του 1986.

Ο καιρός ήταν βροχερός. Πήγα λοιπόν σε ένα καφενείο κι αφού παρήγγειλα τη ρακή μου, άρχισα να τα διαβάζω ξανά. Οι μορφές των ποιητών που προανέφερα, ήρθαν να μου κάνουν παρέα και πάλι. Το ποίημα είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνεται.

Ξεκίνησα να γράφω και η ιδέα της συνομιλίας με τους ποιητές, ήταν κάτι που απλά συνέβη. Επέλεξα λοιπόν δυο αγαπημένα μου ποιήματα, τον Πεισίστρατο του Τάσου και τον νεκρό κόσμο του Μίλτου, για να το καταλήξω με ένα δικό μου ποίημα, τη βροχή της λήθης. Η σύνθεση είχε ξεκινήσει και το κλίμα ήταν έτοιμο από πριν.

Γράφτηκε σχεδόν αυτόματα και δεν χρειάστηκαν πολλές διορθώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι που έδειχνε την μεταφυσική μου επικοινωνία με κάποιους φίλους. Και ένοιωσα πως υπάρχει σε μια άλλη διάσταση κι επικοινωνεί με το δικό του τρόπο, χωρίς να έχω προσπαθήσει ιδιαίτερα. Περιέγραφε μια κατάσταση που όντως συνέβαινε, ασχέτως αν μπορούσαν να την αντιληφθούν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν, γεννήθηκε.

Είναι ωραίο να πηγαίνει κανείς και να τα πίνει με τους φίλους του στο καφενείο, έστω κι αν αυτοί δεν υπάρχουν, τουλάχιστον στα μάτια των άλλων…