Το ποίημα αυτό δεν είναι δικό μου. Ή καλύτερα, δεν είναι
όλο δικό μου. Βρεθήκαμε με έναν φίλο ποιητή μετά από 10 χρόνια. Καθίσαμε σε ένα
τραπεζάκι σε κάποιο καφενείο, πίναμε ρακή και τα λέγαμε. Ωραία συζήτηση και όσο
η μέθη τύλιγε τα κεφάλια μας, το πνεύμα απελευθερωνόταν κι έτσι διάχυτο όπως ήταν,
αρχίσαμε να λέμε στίχους, να αυτοσχεδιάζουμε. Το καφενείο είχε κλείσει και
είχαμε παραμείνει εκεί με τη ρακή και το νερό μας. Δεν θυμάμαι ποιος το
ξεκίνησε, ούτε ποιους στίχους έγραψε αυτός και ποιους εγώ. Δεν έχει σημασία
άλλωστε καθώς πρόκειται για μεθυσμένο αυτοσχεδιασμό και κοινή δουλειά. Όταν
αισθανθήκαμε πως τελείωσε, σταματήσαμε. Ήταν έτοιμο. Έτσι, δεν χωράει καμία
διόρθωση ή αλλαγή γιατί θα το καταστρέψει. Είναι το απομεινάρι που θα μας θυμίζει
εκείνη τη βραδιά που μας βρήκε το ξημέρωμα συζητώντας, πίνοντας και γράφοντας
στίχους. Είναι ωραίες κάτι τέτοιες συναντήσεις. Στο τέλος μου το έδωσε. Του λέω,
πάρ’ το, δικό σου είναι. Όχι, πάρ’ το εσύ, μου είπε και μου το έδωσε. Την επόμενη μέρα κάθισα και το καθαρόγραψα κι εδώ σας το
παρουσιάζω:
Ξημέρωμα στο
καφενείο με έναν φίλο ποιητή
Καταραμένη μούσα της ζωής
σειρήνα των πόθων
η μέρα που ξημερώνει
η γυναίκα που μόλις έφυγε
και η ρακή που μένει στο τραπέζι
υποκατάστατο της χαμένης νιότης
το καφενείο έκλεισε
τα τραπέζια μαζεύτηκαν
εκτός από ένα
το δικό μου
αφέθηκα ελεύθερος να ζήσω το ξημέρωμα
την αυγή
μόνος, αλλά όχι μονάχος
σαν τον καπνό του τσιγάρου που χορεύει
και η ανυποψίαστη γυναίκα που ήρθε απέναντί μου
δόλιο κάλεσμα
δικό μου
και που με έκανε να νιώσω
την ομορφιά της ζωής
μου ξέφυγε από το χέρι
χαμένος καθώς ήμουν
Ζαχαρίας Α. – Χρήστος Ζάχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου