Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ο τάφος του ποιητή


Είμαι νεκρός, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Παρόλα αυτά όμως, μπορώ ακόμα να σκέφτομαι, να έχω συνείδηση της κατάστασής μου και να περιφέρομαι με έναν διακριτικό τρόπο, στο χώρο των ζωντανών. Μπορώ ακόμα να επηρεάζω πράγματα και καταστάσεις και να γίνομαι, ας πούμε, η έμπνευση όποιου συγγραφέα θελήσω. Κι αυτό γιατί, δεν θα μπορούσα διαφορετικά να σας διηγηθώ αυτό το μυστήριο περιστατικό του θανάτου μου. Μυστήριο γιατί δεν μπορεί εξηγηθεί με την κοινή λογική, αλλά τελικά, αυτή η κοινή λογική, τι μπορεί να εξηγήσει;

Έτσι λοιπόν, έψαξα και βρήκα κάποιον άσημο συγγραφέα, όπου διαπίστωσα πως ταιριάζει ο τρόπος γραφής του με τον τρόπο που εκφραζόμουν όσο ήμουν ζωντανός. Πέρασα με ευκολία στο κεφάλι του κι έγινα η έμπνευσή του. Ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει αυτά που του υπαγόρευα, χωρίς φυσικά να το γνωρίζει – κι αυτό, ομολογώ, πως ήταν πολύ διασκεδαστικό.  


Ήταν εκείνη η επίσκεψή μου στο Παρίσι πριν μερικά χρόνια, ήταν η εμμονή που είχα με την τέχνη – τους ποιητές και τους ζωγράφους κυρίως – αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία μου καθώς και η τάση που είχα πάντοτε, να ξεφεύγω από τον χωροχρόνο στον οποίο βρίσκομαι και να ταξιδεύω σε παράλληλα σύμπαντα. Βέβαια, μπορεί να έπαιξαν κι άλλα ρόλο, αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια της ιστορίας. 

H διαμονή μου στο Παρίσι, ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει μια βδομάδα. Tο ξενοδοχείο στο οποίο διέμενα, βρισκόταν σε κάποιο κακόφημο δρόμο, όχι πολύ μακριά από την Μονμάρτη. Ξεκίνησα λοιπόν, να περιηγούμαι στα στενά και να ανακαλύπτω την γύρω περιοχή. Δεν άργησα μάλιστα να βρω και κάποια μπιστρό, μακριά από τα τουριστικά κέντρα με φθηνό αλκοόλ, ωραία ατμόσφαιρα και καλή μουσική.

Η Μονμάρτη είναι λόφος και ανεβαίνοντας στη Σακρ Κερ, μπορείς να δεις όλο το Παρίσι από ψηλά. Αλλά ο σκοπός της επίσκεψής μου - πέρα από το να γνωρίσω την πόλη - ήταν για να δω από κοντά όλα αυτά τα έργα των αγαπημένων μου καλλιτεχνών. Έτσι περνούσα αρκετές ώρες των ημερών που ακολούθησαν, πηγαίνοντας από μουσείο σε μουσείο για να συναντήσω τον Van Gogh, τον Gauguin, τον Courbet, τον Modigliani, τον Picasso και πολλούς άλλους. Η μαγεία των χρωμάτων και η προσωπική πινελιά του κάθε καλλιτέχνη, με απορροφούσε, έμπαινα μες τον πίνακα κι έκανα κάθε φορά, κι ένα ξεχωριστό ταξίδι.

Η εβδομάδα πέρασε γνωρίζοντας τους δρόμους της πόλης και βλέποντας από κοντά, όλα αυτά τα έργα τέχνης που είχα τόσο αγαπήσει από φωτογραφίες, περιοδικά και βιβλία. Την τελευταία μέρα λοιπόν, είχα επιλέξει να κάνω μια κάπως περίεργη επίσκεψη. Θα πήγαινα ως προσκυνητής στο νεκροταφείο Μονπαρνάς. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα ήταν θαμμένοι εκεί. Ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Σάμιουελ Μπέκετ, η Σιμόν Ντε Μποβουάρ μαζί με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ… εντάξει όλοι οι άλλοι, αλλά ο Σαρλ Μπωντλαίρ, αυτός ο σκοτεινός ποιητής που σημάδεψε με το έργο του τα χρόνια της νεότητάς μου και συντέλεσε – δίχως να το ξέρει – στο να γίνω αυτό που είμαι τώρα.

 

Έφτασα στο νεκροταφείο κατά τις δέκα το πρωί. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, εκείνη τη μέρα είχε συννεφιά κι ένα δροσερό αεράκι έδινε έναν ιδιαίτερο τόνο στην ατμόσφαιρα του τοπίου. Το νεκροταφείο ήταν τεραστίων διαστάσεων, είχε πολλούς διαδρόμους και αρκετό πράσινο. Το λίπασμα φαίνεται είναι καλό σε κάτι τέτοια μέρη κι ευνοείται η χλωρίδα. Μπήκα από την βορειοανατολική είσοδο και αποφάσισα να το γυρίσω ολόκληρο για να ανακαλύψω την τελευταία κατοικία όσων, γνωστών και αγνώστων, βρίσκονταν εκεί. Περπατούσα στους διαδρόμους παρατηρώντας τους τάφους, έναν προς έναν. Με όλη αυτή τη βλάστηση, ακόμα κι αν είχε ήλιο, θα ήταν σκιερά. Η συννεφιά όμως με το δροσερό αεράκι, βοηθούσαν την περιήγησή μου και δημιουργούσαν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα. 

Πολλοί από τους τάφους ήταν γλυπτά, έργα τέχνης και ο ήχος της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα, χρωμάτιζε με τον δικό της τόνο τον καμβά του τοπίου. Μάλλον κάποιος νέος ένοικος θα ερχόταν να κατοικήσει εκεί. Συνέχισα την περιήγησή μου αδιαφορώντας για τον νέο νεκρό. Άλλωστε, σκοπός μου ήταν να συναντήσω στους καλλιτέχνες που γνώριζα από πριν πως βρίσκονταν εκεί. Έτσι λοιπόν χαιρέτησα τον Μπέκετ, τον Σαρτρ και τη Μποβουάρ, τον Ιονέσκο, τον Κοραή καθώς και άλλους. Άξαφνα βρέθηκα μπροστά στον οικογενειακό τάφο των Μπωντλαίρ. Δεν το περίμενα ο Σαρλ να βρίσκεται σε οικογενειακό τάφο. Κάθισα όμως και του μίλησα και είμαι σίγουρος πως με άκουσε κι αυτός. Φαίνεται μάλιστα πως με συμπάθησε καθώς, εκείνη τη στιγμή, έπεσαν μερικές σταγόνες βροχής.

Ικανοποιημένος που είχα εκπληρώσει το σκοπό μου, κάθισα σε ένα παγκάκι στο κέντρο της πλατείας του νεκροταφείου να ξεκουραστώ και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Εκεί βρισκόταν ένα πανέμορφο γλυπτό που ονομαζόταν, Το Πνεύμα του Αιώνιου Ύπνου. Η κηδεία  του νέου ένοικου είχε ξεκινήσει ενώ τους έβλεπα να περνάν από μπροστά μου και να χάνονται σε έναν από τους διαδρόμους. Το νεκροταφείο τούτο, ήταν πραγματικά τεραστίων διαστάσεων.

Η γαλήνη που επικρατούσε εκεί, με είχε επηρεάσει. Ένοιωθα ανάλαφρος ικανοποιημένος ίσως, που επικοινώνησα με κάποιους από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Ευχαριστημένος που οι καιρικές συνθήκες χρωμάτιζαν ιδιαίτερα την περιήγησή μου κι έκαναν πιο όμορφο το ταξίδι μου. Βρισκόμουν στην τελευταία κατοικία των αγαπημένων μου ποιητών. Δεν ξέρω αν θα με καταλάβετε, αλλά ένοιωσα πληρότητα. Η ώρα όμως, είχε έρθει. Έσβησα το τσιγάρο μου και ξεκίνησα για την έξοδο.

Γνώριζα πως υπήρχαν τέσσερεις έξοδοι γύρω από το νεκροταφείο. Έτσι πέρασα ξανά από τους διαδρόμους για να τις βρω, όχι τόσο παρατηρητικά όπως πριν, αλλά σταματώντας και πάλι σε κάθε τι που μου έκανε εντύπωση.  Είχα μια αίσθηση, σαν να μην είχα περάσει πριν από αυτά τα σημεία. Ίσως και μην είχα… Πού βρισκόταν όμως η έξοδος; Θα το πάρω περιφερειακά, σκέφτηκα, και θα τη βρω

Κάποια στιγμή, βρέθηκα σε έναν διάδρομο που οδηγούσε σε αδιέξοδο. Υπήρχαν τάφοι αριστερά και δεξιά και αντίκρυ στο βάθος του διαδρόμου, ένας τάφος που ξεχώριζε από μακριά. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, αλλά για έναν περίεργο λόγο, δεν με ενοχλούσε καθόλου η βροχή. Μπορώ να πω πως μου άρεσε κιόλας, αισθάνθηκα να με εξαγνίζει. Πλησίασα...

Το θέαμα με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Ήταν ένα γλυπτό οριζόντιο στο έδαφος, που απεικόνιζε κάποιον πεθαμένο, ολόσωμο, ξαπλωμένο με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος και τυλιγμένο με σάβανο. Κι από εκεί και πάνω, υψωνόταν κάθετα προς τον τάφο, ένα άλλο γλυπτό, κάποιου με σκελετωμένα πλευρά και το πρόσωπο ενός νέου, πολύ οικείου. Έμεινα άναυδος. Ο τοίχος που ήταν στημένο το γλυπτό αυτό, είχε καλυφθεί από έναν κισσό και πίσω από αυτό, υπήρχαν κάτι πανύψηλα δέντρα. Ο κισσός είχε αγκαλιάσει το μνήμα. Υπήρχε ακουμπισμένο ένα μαραμένο τριαντάφυλλο απάνω στον σαβανωμένο και κάτω στα πόδια του νεκρού, ήταν χαραγμένο το όνομα BAUDELAIRE.

Μου κόπηκε η ανάσα. Είχα πέσει πάνω στο κενοτάφιο του Μπωντλαίρ! Αφού συνήλθα από την ταραχή και συνειδητοποίησα τι περίπου συμβαίνει, άρχισα να μιλάω στον νεκρό ποιητή, στη γλώσσα μου φυσικά. Άλλωστε οι νεκροί καταλαβαίνουν όλες τις γλώσσες. Και αυτή τη φορά, το ένοιωθα, το ήξερα, το καταλάβαινα πως με ακούει. Ένα δέος με είχε κυριεύσει. Στεκόμουν όρθιος μπροστά στο μνήμα του Μπωντλαίρ και δεχόμουν με ευχαρίστηση τη βροχή. Αυτό δεν ήταν κενοτάφιο. Η ψυχή του βρισκόταν εκεί. Μπορούσα να τον νοιώσω και ήξερα πως, με ένοιωθε κι εκείνος. 

Μεγάλε Ποιητή, ώστε είσαι στ’ αλήθεια καταραμένος! Σε αγαπώ κι ας μου κόπηκε η ανάσα μόλις σε είδα. Σε ευχαριστώ για όλα! Το έργο σου ζει μαζί με το πνεύμα σου στους αιώνες. Είσαι ένας από τους πνευματικού μου δασκάλους, και δες τώρα, να, σε συναντάω. Ζητώ συγνώμη αν με την απρόσμενη παρουσία μου σε τάραξα. Μάλλον πρέπει να πηγαίνω τώρα. Θα τα πούμε ξανά. Ελπίζω όχι πολύ σύντομα… έχω να φτιάξω κι εγώ το δικό μου έργο. Πρέπει να σε αφήσω τώρα, εσύ με καταλαβαίνεις. Χαιρετώ σε μεγάλε Ποιητή! 

Παρέμεινα λιγάκι ακόμα εκεί. Παρατήρησα ξανά την κάθε λεπτομέρεια του τοπίου. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει. Μόνο κάτι σταγόνες έπεφταν πού και πού, από τα γύρω δέντρα. Γύρισα την πλάτη μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. 

Περπατούσα στους διαδρόμους του νεκροταφείου. Η βροχή συνέχιζε σταθερά. Κάθε που πλησίαζα  προς την έξοδο, η έξοδος δεν ήταν εκεί. Υπέθετα πως κάνω λάθος και πως θα είναι πιο πέρα, κι έτσι συνέχιζα να περπατώ.  Εξάλλου, είχα μια περίεργη συνάντηση με έναν μεγάλο ποιητή. Φυσικό ήταν να τα έχω χαμένα. Η έξοδος θα βρίσκεται εκεί, μόλις στρίψω.

Συνέχιζα να περπατώ, η έξοδος όμως δεν βρισκόταν πουθενά. Είχα αρχίσει να ανησυχώ και σκέφτηκα να κατευθυνθώ προς το κέντρο του νεκροταφείου, εκεί όπου υπήρχε ο ύπνος των αιώνων. Κάθισα στο παγκάκι κι έκανα ακόμα ένα τσιγάρο. Καλά είναι όλα αυτά, αλλά νομίζω πως είναι ώρα να φεύγουμε από δω.

Γύρισα το νεκροταφείο κάμποσες φορές χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε κανείς να ρωτήσω. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα να βρω την έξοδο, φάνηκαν μάταιες. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να τρέχω. Δεν πήγαινα πουθενά όμως. Έκανα κύκλους ξανά και ξανά και πάντα βρισκόμουν στο ίδιο σημείο. Δεν υπήρχε καμία διέξοδος από κει μέσα.

Τότε το  πήρα απόφαση. Είχα εγκλωβιστεί. Ίσως ο Μπωντλαίρ, να ήθελε να με κρατήσει μαζί του. Παραιτήθηκα από όποια προσπάθεια. Βρήκα ένα σημείο μεταξύ των τάφων και, κουρασμένος καθώς ήμουν, ξάπλωσα να ξεκουραστώ.

 

Χρήστος Αντισθένης Ζάχος

 



Δεν υπάρχουν σχόλια: