Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Αυτός ο ξένος


Αυτός ο ξένος
έρχεται μια φορά τη βδομάδα
στο συγκεκριμένο καφενείο
και κάθεται πάντα στην ίδια θέση

έχει πάντα δυο βιβλία μαζί του
παραγγέλνει τον ίδιο καφέ
και διαβάζει στη γωνιά του

άλλοτε κοιτάει έξω από το τζάμι
με το βιβλίο ανοιχτό στα πόδια του

κι όταν τελειώσει ο καφές
παραγγέλνει ρακή
κι έπειτα βγάζει το μπλοκάκι
και κάτι σημειώνει

κι όταν τελειώσει
πληρώνει
χαιρετάει
και χάνεται πάλι

Αυτός ο ξένος
 – δεν τον γνωρίζει κανείς –
 δεν μπορεί…
αυτός ο ξένος
είναι ποιητής

Αυτός ο ποιητής
όποτε έρχεται
πάντοτε βρέχει





Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Φωτογραφίες από την εκδήλωση στο Ιδιώνυμο στις 23/3/18

Μαρία Γεωργίου, Χαρης Λογγαράκης, Μαρία Ειρήνη Φλουτσάκου, η αφεντομουτσουνάρα μου και ο μουσκός μας Πάνος Γεωργαλής


Rock 'n' Roll και Fuck You All!!!











και η αφίσα της εκδήλωσης

Όποιος έλειψε, κακό του κεφαλιού του! 

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Παρουσίαση 23/3 στο Ιδιώνυμο

 
Παρουσίαση
του Χρήστου Αντισθένη Ζάχου
εφ' όλης της ύλης
με εκδοθέντα κι ανέκδοτα ποιήματα
θα διαβάσουν οι ηθοποιοί
Χάρης Λογγαράκης &
Μαρία Ειρήνη Φλουτσάκου
Την εκδήλωση θα συνοδέψει μουσικά
ο Πάνος Γεωργαλής με την κιθάρα του
Θα προλογίσει η Μαρία Γεωργίου
Παρασκευή 23/3 στις 8:00μμ.
Ιδιώνυμο - Κοραή 11Α Κορυδαλλός
(Πλατεία Αγ Γεωργίου)


 


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Η εκδίκηση των χρωμάτων

Γκρίζα ημέρα
σε μια γκρίζα πόλη
με γκρίζους ανθρώπους
Οι νεραντζιές και οι ελιές
κατά μήκος των πεζοδρομίων
δίνουν έναν πράσινο τόνο
μες το γκρίζο
Μαύρες ομπρέλες πάνω
από τα κεφάλια των περαστικών
δεν καλύπτουν τα βρεγμένα τους πόδια
Η βροχή έπεφτε στα τζάμια του καφενείου
και μια γκρίζα μοναξιά
παρατηρούσε έξω
το γκρίζο περιβάλλον
αλλάζοντας
                    – έτσι για εκδίκηση –
                                        Χρώματα πολλά






Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Ο πίνακας “Χ – έγερση υποσυνειδήτου”



Ήταν, ουσιαστικά, ο πρώτος πίνακας που επιχείρησα να κάνω. Είχα πάρει λάδια, καμβά, πινέλα, όλα τα υλικά. Τα άφησα στο σαλόνι και περίμενα να μου μιλήσουν. Και το έκαναν. Έτσι, μια μέρα, πήρα τον καμβά και άρχισα να του βάζω μαύρο από το σωληνάριο και να το απλώνω με ένα πινέλο φαρδύ, χωρίς νέφτι ή τίποτε άλλο. Τον έφτιαξα όλον μαύρο. Περίμενα να στεγνώσει μάταια.

Μετά από δυο μέρες, αποφάσισα να το επιχειρήσω. Δεν ήξερα να χρησιμοποιώ τα πινέλα, δεν ήξερα να ζωγραφίζω. Είχα πάρει κάτι σπάτουλες. Είπα να δοκιμάσω αυτές πρώτα. Κι έπειτα, τα χρώματα… τι χρώματα θα χρησιμοποιήσω; Μαύρο είναι, άρα, κόκκινο και κίτρινο. Αυτά μόνο.

Έπιασα τη σπάτουλα και πήρα το κίτρινο, το οποίο άπλωσα με γρήγορες κινήσεις. Έπειτα το κόκκινο, και μετά το μαύρο ξανά, και μετά πάλι κίτρινο και κόκκινο. Και πήγαινα μακριά και το κοιτούσα. Επέστρεφα κι έβαζα κι από μια πινελιά. Κι έπειτα μου άρεσε και είπα να σταματήσω και πως, ως εδώ είναι. Είπα να τον υπογράψω όταν κατάλαβα πως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα πινέλα γιατί έχει τόση πολύ μπογιά απάνω, που γίνεται λάσπη. Έγραψα λοιπόν δειλά δειλά τα αρχικά μου κάτω δεξιά στον πίνακα, με πλατιά γράμματα που όμως προσπάθησαν πολύ να γίνουν λεπτά.

Ήταν το πρώτο μου έργο. Το αγάπησα. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω ποτέ απ’ αυτό. Εξάλλου, δεν έχει ακόμα στεγνώσει. Και τώρα, μετά από 10 χρόνια που τον πιάνω στα χέρια μου, τα χρώματα κολλάνε ακόμα. Δεν εξηγείται… αυτός ο πίνακας δεν θα στεγνώσει ποτέ!
Και είναι ζωντανός, και παραμένει ζωντανός όσο παραμένω κι εγώ. Όσο κρατήσει μέχρι να περάσουμε και οι δύο στη ανυπαρξία. Ή τουλάχιστον, ο ένας από τους δυο.




Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

ο Κάφκα ανάμεσά μας


μια επίσημη δεξίωση
μια ποιητική βραδιά
ή ένα μουσικό κονσέρτο

κι ένα μικρό κατσαριδάκι
να φέρνει βόλτες στο πάτωμα
και κάποιοι να το παρατηρούν
αλλά να ντρέπονται φαίνεται να μιλήσουν

και μια κυρία από τους παραβρισκόμενους
να το δείχνει με το δάχτυλό της
στο παλικάρι που σέρβιρε τα ποτά

και να το εντοπίζει με το μάτι του
και το κατσαριδάκι να τρέχει να σωθεί
και με μια αποφασιστική όσο ποτέ κίνηση
να το πατάει με το πόδι του και να το λιώνει
στο θλιβερό αυτό πάτωμα
εκείνου του χώρου, τότε…

σε εκείνη την επίσημη δεξίωση
σε εκείνη την ποιητική βραδιά
ή στο μουσικό κονσέρτο
σε μια μπουάτ






μην πατήσετε εδώ

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Αλήτης, καθώς πρέπει


Ακολουθώντας τα πλακάκια της πλατείας
για να βρω το δρόμο
μετά από το καθιερωμένο μεθύσι
να βρίσκεται ένα ζευγαράκι εκεί
στο παγκάκι της πλατείας
και να χαϊδεύεται και να φιλιέται
και να θυμάμαι τότε 
που ήμουν κι εγώ έτσι
και να φεύγω
 – να μην ενοχλήσω –
με την μπύρα στο χέρι
όπως πάντα
σαν γνήσιος αλήτης καθώς πρέπει.
Αλίμονο…
                    Καθώς πρέπει!




Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Ξημέρωμα


Είδα τον ήλιο να ανατέλλει
και ήταν υπέροχος, μα βιαστικός
καμία σχέση δεν είχε με τα χρώματα της δύσης
Εκεί απολαμβάνεις αργά το τέλος
ενώ η αυγή…
βιάζει το σκοτάδι
κερδίζει το φως
και τα κόκκινα χρώματα
για λίγο μόνο μένουν
Η νέα ημέρα έχει ήδη ξεκινήσει
κι εσύ ανήμπορος
τρέχεις να προλάβεις
τη ζωή που χάνεται μπροστά σου
και την άλλη που τώρα ανατέλλει
και προσδοκάς
να ζήσεις δίχως αύριο
δίχως τίποτα
μα εξαντλημένος καθώς είσαι
πέφτεις να πεθάνεις
σε έναν αόριστο ύπνο




Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Η επανάσταση είναι μια καθημερινή πράξη

Η επανάσταση είναι μια καθημερινή πράξη, είναι τρόπος και στάση ζωής. Συμβαίνει πρώτα μέσα σου, μετά αντανακλάται στο οικογενειακό σου περιβάλλον κι έπειτα στον περίγυρό σου, φίλους, γειτονιά, κοινωνία. Είναι οι επιλογές σου, είναι τα βιβλία που θα διαβάσεις και ο τρόπος που θα τα διαβάσεις, είναι τα προϊόντα που θα καταναλώσεις, είναι το καφενείο που θα επιλέξεις ή  δεν θα επιλέξεις, η συναυλία, ο τρόπος που κινείσαι και πράττεις καθημερινά.

Είναι να έρχεσαι κόντρα σε κάθε αδικία χωρίς να υπολογίζεις συνέπειες, είναι να μη συμβιβάζεσαι, να αντιδράς, να τα παίζεις όλα για όλα. Είναι να χάνεις τα πάντα και να ξανασηκώνεσαι με πιότερο πείσμα να χάσεις ακόμη περισσότερα από τα πάντα, αρκεί να μη σκύψεις, να μην υποκύψεις, να πολεμάς.

Η επανάσταση είναι ο έρωτας για τη ζωή και να μη συμβιβάζεσαι με τίποτα λιγότερο. Είναι να έρχεσαι κόντρα σε όλους και σε όλα, είναι να βγάζεις τη γλώσσα σου στο σύμπαν, είναι να πιστεύεις στην ουτοπία και να προσπαθείς με κάθε τρόπο να την κερδίσεις κάνοντας καθημερινά κινήσεις – κι ας μην το πετύχεις ποτέ. Ο επαναστάτης δεν απογοητεύεται, πέφτει κάτω, τσακίζεται και ξανασηκώνεται.

Αυτό είναι η ζωή του όλη, η κάθε του κίνηση, η κάθε του πράξη.
Κι ας αποτυγχάνει.
Βάζει τις βάσεις με προσωπικό κόστος και ονειρεύεται μια καλύτερη κοινωνία και αύριο – που ο ίδιος μπορεί να μη μπορέσει να το δει. Κάνει πράξη την ιδέα του.
Θα έχει συμβάλει με τον τρόπο του για να μην υποφέρουν οι άνθρωποι.
Ωστόσο, για να τα καταφέρει, θα πρέπει να υποφέρει αυτός. Και το κάνει γιατί ξέρει πως ποτέ δεν πρόκειται να βγει χαμένος – κι ας χάσει τα πάντα.


Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Λευκός θόρυβος


Λυσσασμένοι οι ήχοι της πόλης
έρχονται από το υπερπέραν
και κατακλύζουν το ακουστικό σου τοπίο

Εσύ τους απομονώνεις
δεν ακούς
και πορεύεσαι
στο προσωπικό σου σύμπαν

Τίποτε δεν μπορεί να σε αποσπάσει
από το έργο σου
και κάθεσαι άπραγος
να το φέρεις εις πέρας

Αλίμονο…
Τα καταφέρνεις


Ακρυλικά σε καμβά
τίτλο και λοιπά, δεν θυμάμαι
κάποτε το 2012






Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Το μεγαλύτερο κενό του σύμπαντος

Είναι φορές στη ζωή μου που αισθάνομαι τόσο κενός
που ακόμα κι ένα “γεια σου τι κάνεις;”
μπορεί να γίνει μεγάλη υπόθεση για να ειπωθεί.
Είναι φορές που τα πάντα μου είναι κόπος,
ακόμα και η αναπνοή
Είναι φορές που το μόνο πράγμα που έχει σημασία
είναι το ότι τίποτα δεν έχει σημασία
Είναι φορές που η ζωή και ο θάνατος
μου είναι το ίδιο αδιάφορα
Είναι φορές που δεν αισθάνομαι τίποτα
απολύτως τίποτα
σα να’ χω από πριν πεθάνει
Είναι φορές…
πολλές φορές…
τόσες φορές…
θεέ μου
δε θυμάμαι
Πόσες φορές;
Πόσες φορές δεν έμεινα να αργοπεθαίνω σε ένα μουχλιασμένο δωμάτιο
χωρίς να κάνω τίποτα για μέρες… μήνες…
νιώθοντας μονάχα ένα μεγάλο κενό
να το τρέφω με τίποτα
κι αυτό να μεγαλώνει συνεχώς
να μεγαλώνει… να μεγαλώνει…
κι εγώ εκεί
στο τίποτα
να επιμένω
σαν να θέλω να φτιάξω το μεγαλύτερο κενό του σύμπαντος
και πάλι όμως…
Τίποτα!


Πίνακας της Βασιλικής
όπου κοσμεί και το εξώφυλλο 
της Νόσου... 


Υ.Γ. Παλαιότερο ποίημα, 2006-07. Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή: Η Νόσος της Ποίησης 2009, από τις εκδόσεις ίαμβος.  Πια, υπάρχουν κάποια αντίτυπα στη ντουλάπα μου και δεν ξέρω αν υπάρχει ξεχασμένο σε κάνα βιβλιοπωλείο. Μπορείτε ωστόσο να το αναζητήσετε. Τον τρόπο, αν σας ενδιαφέρει, θα τον βρείτε. 
Αντιλαμβάνομαι ωστόσο το πρώιμο της γραφής μου και μου θυμίζει την πορεία αυτή μέχρι το σήμερα... 


Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Μια μικρή προδοσία και 2 ακόμη ποιήματα

Μια μικρή προδοσία 

Οι φλέβες στο λαιμό μου
είναι διογκωμένες
Είμαι ήρεμος
δεν φωνάζω σχεδόν ποτέ
Μα οι φλέβες στο λαιμό μου
είναι διογκωμένες
Μαρτυρούν την υποθάλπτουσα ένταση
και είναι εκεί για να με προδίδουν

Μοναδική ευκαιρία!

Όλα στη ζωή είναι εφήμερα
Και η ζωή η ίδια είναι εφήμερη
Κοίταξε να τη ζήσεις
δεύτερη ευκαιρία
δεν είχε ποτέ κανείς

Ανούσιοι φόβοι

Όποιος δεν αγαπήσει το θάνατο
δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή
Θα τρέμει μακριά του
αποφεύγοντάς τον
και δεν θα ζει

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Μια άλλη μέρα



Σηκώθηκα κάποια στιγμή από το κρεβάτι, όχι πρωί βέβαια, ντύθηκα όπως πάντα και αποφάσισα να μην πιω καφέ. Ούτε πλύθηκα, αλλά σαφώς κατούρησα. Είχα τα μαλλιά μου ανάκατα και τις χαρακιές από το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου. Έβγαλα το περίστροφο από το συρτάρι – το οποίο μου είχε χαρίσει κάποιος και δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ πριν – πήρα όλα τα φυσίγγια που είχα και βγήκα να κάνω τον περίπατό μου. Το είχα γεμάτο και το κρατούσα στο χέρι ενώ τις υπόλοιπες σφαίρες τις είχα βολέψει στις τσέπες και το σώβρακό μου.

Βγαίνοντας λοιπόν από το σπίτι, βλέπω την κυρία τάδε που τη συμπαθούσαν όλοι, όπως κι εγώ άλλωστε. Έπλενε κάτι χαλιά στο πεζοδρόμιο και την απάλλαξα από τη θλιβερή ύπαρξή της. Θα πρέπει να με ευγνωμονεί τώρα, αλλά τι κρίμα που δεν υπάρχει για να το κάνει. Έπειτα κάποιοι από τη γειτονιά, βγήκαν να δουν τι συμβαίνει. Χαρίζοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του καθενός, κανείς άλλος δεν έδειξε περιέργεια. Οι υπόλοιποι, μάλλον, ταράχτηκαν από την ένταση και προτίμησαν να παρακολουθούν πίσω από τις κουρτίνες. Ίσως, σοφά έπραξαν.

Συνέχισα το δρόμο μου και συνάντησα αυτόν τον συμπαθέστατο κύριο που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι του. Φάνηκα γενναιόδωρος και χάρισα στον καθένα τους από μια σφαίρα. Βέβαια, λέρωσαν κάπως το δρόμο με αίματα και τα σχετικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, θα τα καθάριζε ο δήμος την επόμενη. Έπειτα, μια κυρία που δεν τη γνώριζα κι ένα παλικάρι. Τους έστειλα να κάνουν παρέα μαζί με τους προηγούμενους. Δεν ήθελα να έχεις κανείς παράπονο.

Ο ήλιος έλαμπε και υπήρχε κίνηση. Δεν θέλησα να κάνω διακρίσεις κι έτσι, όποιος βρίσκονταν στο δρόμο μου, είχε την ίδια τύχη. Το όπλο άδειασε κι έτσι αναγκάστηκα να το ξαναγεμίσω. Ευτυχώς, είχα αρκετές σφαίρες, δεν ξέρω πόσες – ποιος μετράει άλλωστε; Αναζητούσα τη γαλήνη και θα την έβρισκα μαζί με όλους τους άλλους. Δεν υπήρξα ποτέ εγωιστής, πάντα ήθελα να μοιράζομαι πράγματα. Ένας μεγάλος αλτρουισμός με διακατείχε και ήθελα να τον εκφράσω. Το να κρατάς τα αισθήματά σου φυλακισμένα, είναι μεγάλο έγκλημα κι εγώ, κάθε άλλο παρά εγκληματίας ήμουν. Έτσι συνέχισα να προσφέρω τη γαλήνη και τη χαρά σε όποιον βρισκόταν γύρω μου. Αλίμονο, πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς;

Ένοιωσα, όμως, οι σφαίρες να λιγοστεύουν στις τσέπες μου και γέμισα για τελευταία ίσως φορά, το περίστροφο. Κάποιες σειρήνες που είχαν κατακλύσει το ηχοτοπίο και ο μεγάλος όχλος συνάμα, ενοχλούσαν τη πολυπόθητη γαλήνη που ήθελα νοιώσω – αλλά και να προσφέρω. Έτσι, κάποια ανθρωπάκια με γαλάζιες στολές – εμφανώς τρομοκρατημένα – βρέθηκαν μπροστά μου μαζί με τα ασπρογάλανα οχήματά τους, να μου κόβουν το δρόμο. Κατάλαβα πως λόγω καταπίεσης, αυτοί με είχαν περισσότερη ανάγκη, κι έτσι αποφάσισα να μην τους αφήσω αδικημένους και να σπαταλήσω όσες σφαίρες μου είχαν απομείνει σε αυτούς. Βέβαια, φαίνεται, πως κι αυτοί, από αλληλεγγύη, είχαν τα δικά τους όπλα τα οποία και έστρεφαν εναντίον μου, μάλλον για τον ίδιο σκοπό: Τη χαρά για την επερχόμενη γαλήνη με τον μοναδικό τρόπο που αυτή μπορεί να επιτευχθεί.

Πέτυχα κάποιους απ’ αυτούς κι εν μέρει, κατάφερα το σκοπό μου, αλλά ήταν περισσότεροι και είχαν πλεονέκτημα, κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ επιτέλους να κατακτώ αυτό που πρόσφερα σε όλους αυτούς τους συντρόφους, συνδαιτυμόνες, συμπολίτες κλπ. Την υπέρτατη γαλήνη της ανυπαρξίας που τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι είχαν επικαλεστεί και διδάξει, ο καθένας ξεχωριστά ανά τους αιώνες, για τη λύτρωση και την ευδαιμονία του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, το αιμόφυρτο και διάτρητο από τις σφαίρες πτώμα μου, να ήταν, όχι μόνο η απάντηση, αλλά και η κατάκτηση της Σοφίας αυτής.

Ο σκοπός όλων είχε επιτευχθεί κι εγώ, όπως και όλοι οι σύντροφοι και τα στρουμφάκια που βρέθηκαν μπροστά μου εκείνη την ωραία ημέρα, καταφέραμε να κερδίσουμε το απροσδόκητο: Το αίμα μας να βάψει την άσφαλτο και τα πεζοδρόμια της άθλιας αυτής πόλης σαν αφηρημένη εξπρεσιονιστική τέχνη ή σαν μαυροκόκκινο λάβαρο που παράτησαν στο δρόμο κάτι παραιτημένοι πια επαναστάτες, προσφέροντάς μας το υπέρτατο και πολυπόθητο αγαθό της γαλήνης και της ουτοπίας, σε έναν μάταιο κόσμο.

Αργότερα, κάποιοι είπαν για έναν μανιακό δολοφόνο και πολλά θύματα, χωρίς να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια στάση ενάντια στο παράλογο της ζωής και πως ο θήτης δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν απελπισμένο αυτόχειρα που ήθελε να σώσει, όσο το δυνατό περισσότερους. Μόνο που αυτός, την αυτοχειρία του, την έθεσε σε άλλους, παίρνοντας φυσικά και όσους εκτιμούσε, μαζί του. Αλίμονο, μαζί με αυτούς και κάποιους που δεν εκτιμούσε, αλλά αυτοί ανήκουν πραγματικά στο ανθρώπινο είδος;



Αναδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "εκδόσεις το κόλο" 

Όπως επίσης και στο Μονόκλ. 
Δείτε εδώ 




Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Γαβριηλίδης


Κύριε Σάμη,
Το κύριε μοιάζει σαν ειρωνεία καθώς είναι ένας τίτλος που επιδιώκουν όλοι αυτοί που δεν έχουν την εκτίμηση κανενός και περισσότερο σαν ύβρης μοιάζει παρά σαν τιμή.
Παρόλα αυτά, είμαι τόσο ευγενικός που δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω κανέναν με αυτό τον τρόπο,
Έτσι λοιπόν το αλλάζω και το κάνω σκέτο Σάμη. Το “φίλε”, όχι, δεν θα το χρησιμοποιήσω καθώς δεν υπήρξαμε ποτέ.

Σάμη, να με συμπαθάς, αλλά δεν γνώριζα, κι έτσι σου εμπιστεύτηκα το έργο μου.
Πια έμαθα την τακτική σου και πως αυτό κάνεις με όλους τους συγγραφείς, αλλά αυτό είναι μια ασυδοσία και το γνωρίζεις καλά.

Το έργο που σου εμπιστεύτηκα, θα μπορούσες να το έχεις προωθήσει μόνο αν δεν σου έδινα τα 1500 ευρώ(!) που ζητούσες για την έκδοση. Ξέρω, σε άλλους ζητούσες τα διπλάσια. Με έπιασες σε αδύναμη στιγμή και αυτό το ποσό, σου το έδωσα από το υστέρημά μου. Πια μοιάζει αστρονομικό, τότε ακόμα, το 2011, μπορούσα.
Δεν έκανες λοιπόν τίποτα για την προώθηση του έργου – ονειρευόμουν εγώ πως  υπάρχει στα βιβλιοπωλεία και πως κάτι κινείται. Ήμουν απλά ονειροπόλος ή μαλάκας; Το ίδιο δεν κάνει άλλωστε;

Παρόλα αυτά, το 2012, πήρα επανειλημμένα τηλέφωνο κι έστελνα e-mail και πέρασα και κάμποσες φορές από κει (γιατί όλο μου έλεγες πως το σύστημα δεν λειτουργεί και να περάσω την άλλη βδομάδα), για να μου πεις τελικά πως πουλήθηκαν 100 αντίτυπα και πως με 100 ευρώ δεν σώζεται κανένας(!) και πως την επόμενη δουλειά  μου θα την εκδώσεις χωρίς να πάρεις χρήματα(!). Έτσι, λάθος μου μεγάλο, αλλά πού να φανταστώ; τα άφησα τα 100 ευρώ και σου έστειλα τη νέα μου τότε λογοτεχνική δουλειά, που με μια δικαιολογία, δεν θέλησες να εκδώσεις. Αλίμονο! Εκδόθηκε αλλού φυσικά και πήγε και πολύ καλά, αλλά αυτό δεν σε αφορά.
Θα έπρεπε ωστόσο, κάθε χρόνο να αποδίδεις τα δικαιώματα – πράγμα το οποίο ποτέ δεν έκανες και γνωρίζοντάς σε – ήξερα πως δεν θα κάνεις. Από τη στιγμή που πήρες το χρήμα – Λούης! Σιγά να μην ασχοληθούμε και με τη λογοτεχνία δηλαδή – θα μπορούσες κάλλιστα, αντί γι’ αυτό, να πουλάς πατάτες με την ίδια επιτυχία.

Μετά από 6 χρόνια λοιπόν, που είχε λήξει το συμβόλαιο και μετά από πίεση δική μου, (γιατί μόνος σου δεν θα το επιχειρούσες ποτέ), αναγκάστηκες να δεχθείς να λήξουμε τη θλιβερή μας “συνεργασία”. Ευτυχώς! Σου ζήτησα τα αυτονόητα: τα πνευματικά δικαιώματα για τα βιβλία και όσα δεν έχουν πουληθεί, να μου τα επιστρέψεις. Η απάντησή σου, αυτή:
Επισυνάπτεται η εκκαθάριση από το 2011-2016, σας ενημερώνουμε πως από τη στιγμή που θέλετε  να αποσυρθεί το βιβλίο, το αποσύρουμε.
Τα αντίτυπα δεν διατίθενται πλέον στην αγορά, εφόσον αποσύρεται. Τα υπόλοιπα βιβλία πολτοποιήθηκαν.(!!!???)

Κι όσο γι’  αυτό με την πολτοποίηση των βιβλίων –πράγμα  το οποίο δεν ισχύει και το ξέρουμε καλά και οι δυο, και το ποσό των 36 ευρώ που μου δίνεις για τα δικαιώματα και τη λήξη της όποιας συνεργασίας μας, μόνο για κοροϊδία μου κάνει. (πλάκα κάνεις τώρα;)
Ο αριθμός των αντιτύπων που τύπωσες, ήταν δεν ήταν 200, τα 50 μου τα έδωσες. Κι από αυτά, λες πως πουλήθηκαν μόνο τα 60! Μπράβο, πολύ χαίρομαι γι αυτό! Κι από αυτά, 20 πλην 20, 2, πλην 2 και κάτι πράγματα που εγώ δεν μπορώ να ελέγξω φυσικά, αλλά δεν σημαίνει και πως τα δέχομαι.
Είναι η πάγια τακτική σου να παίρνεις υπέρογκα ποσά από νέους συγγραφείς, να τους εκμεταλλεύεσαι και να μην προωθείς το έργο τους – ποιος ο λόγος; – και να διατηρείς την ωραία σου επιχείρηση στις πλάτες όλων αυτών που σε εμπιστευτήκαν και σε στήριξαν οικονομικά από το υστέρημά τους.  Και όχι μόνο! Αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ανήθικο.
Μια κυνική άποψη είναι: αφού δέχονται να σου δώσουν τα χρήματά τους για το ψώνιο τους, και λίγα τους παίρνεις!
Ο καθένας κάνει τις επιλογές του σε αυτή τη ζωή κι εσύ επέλεξες αυτό.
Δεν θα σε κρίνω για τη στάση σου, μόνο με τον εαυτό μου θα τα βάλω που σου εμπιστεύτηκα το έργο μου.

Τα 36 ευρώ που μου αποδίδεις για τα δικαιώματα, θα μπορούσα απλά να τα αρνηθώ ως κοροϊδία και να σου τα χαρίσω μαζί με όλα τα υπόλοιπα.
Παρόλα αυτά, δεν θα το κάνω, θα έρθω να τα πάρω και θα τα πιω όλα σε ρακή το ίδιο βράδυ. Ίσως βέβαια να μη μου φτάσουν, αλλά τι να κάνουμε;
Θλίβομαι και λέω πως λυπάμαι πολύ για τη “συνεργασία” την οποία είχαμε.
Εσύ θα συνεχίσεις το δρόμο που επέλεξες
Κι εγώ επίσης, το δικό μου.
Τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Θα έρθω σύντομα να πάρω το χαρτζιλίκι αυτό για τις ρακές μου.
Αλλά να ξέρεις, δεν θα πιω καμία ρακή στην υγεία σου.

18/10/2017
Χρήστος Αντισθένης Ζάχος





Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Μια ολότητα

Η αλήθεια του σύμπαντος είναι αδιανόητη
κι απειροελάχιστοι εμείς που το συνειδητοποιούμε
Υπάρχουμε μέσα σε αυτό και είμαστε αυτό
Μια ολότητα

Οφείλουμε να κατακτήσουμε την ευδαιμονία
και να μη δυστυχούμε

Είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε
Διαφορετικά…
                        δεν ζούμε!


Νεφέλωμα 
50X70 ακρυλικά σε καμβά
έργο δικό μου και όχι του Pollock 



Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Η βέσπα του πατέρα

Η βέσπα του πατέρα μου, ήταν κόκκινη με μαύρους τροχούς (όπως όλα τα οχήματα έχουν μαύρους τροχούς), μοντέλο του 78. Παρατημένη, εδώ και χρόνια κάτω από το σπίτι. Τον είχαν πιάσει κάποιες φορές χωρίς κράνος και άδεια, αλλά αυτά είναι προφάσεις. Είδε πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει με τους ανήλικους ανεγκέφαλους μπάτσους κι έτσι αποφάσισε να την αφήσει ανενεργή. Εδώ και δέκα χρόνια!

Τη μια κλίση για κράνος, την άλλη για άδεια, την τρίτη γιατί έτσι, δεν θα δουλεύω εγώ για να πληρώνω τη μηχανή, είπε, έβγαλε τις πινακίδες και την άφησε στην κατηφόρα – να τη σταματάει μια νεραντζιά έξω από το σπίτι. Να σαπίσει, να πεθάνει εκεί. Και τόσα χρόνια του έλεγα:  γιατί δεν τη φτιάχνεις, γιατί δεν την κινείς; Και η απάντηση ίδια πάντα: θέλει λεφτά. Άδειες, κράνη ιστορίες, ποιος ασχολείται; Εξάλλου, υπάρχει το αυτοκίνητο. Κι έτσι η βέσπα έμενε να πεθαίνει, παρατημένη κάτω από το σπίτι και κανείς να μην κάνει τίποτα. Κανείς… μπήκε στο μάτι πολλών. Ιδιαιτέρως, στα κλεφτρόνια της γειτονιάς.

Όταν ήμουν μικρός, άλλες εποχές, θυμάμαι πως η βέσπα αυτή ήταν οικογενειακό όχημα. Καθόμουν εγώ μπροστά, ο πατέρας μου που την οδηγούσε από πίσω, η μικρή μου αδελφή ενδιάμεσα και για να την προστατεύει, πιο πίσω η μητέρα μου. Στην ίδια σέλα και οι τέσσερεις. Κράνος, κανείς. Μα κανείς ποτέ δεν φορούσε τότε κράνος. Και κίνδυνος δεν υπήρχε. Κανένας.

Όταν η μάνα μου ήταν έγκυος σε μένα, σε κάποιο φανάρι του Κορυδαλλού, έπεσε από τη μηχανή, κι έτσι είπαν οι γιατροί πως εγώ θα έβγαινα κωλόπαιδο! Κι όντως, έτσι βγήκα, είχα γυρίσει στην κοιλιά της μάνας μου και όταν ήταν να με βγάλουν οι γιατροί στον κόσμο των ανθρώπων, αντί να πιάσουν το κεφάλι, έπιασαν τον κώλο μου. Και δεν χρειάστηκε ούτε καισαρική ούτε τίποτα. Κανονική γέννα, και με φάσκιωναν μετά επειδή τα πόδια μου ήταν πάνω λόγω θέσης στη μήτρα, και προσπαθούσαν να με κάνουν κανονικό άνθρωπο, αλλά αυτό, απ’ όσο αποδείχτηκε στη συνέχεια της ζωής μου, ήταν αδύνατο. Κωλόπαιδο εκ γενετής. Θα έπρεπε να με έχουν μισήσει, αλλά, παρόλα αυτά, με αγάπησαν. Τι να πω;

Αλλά αυτό που έχει ουσία, δεν είναι η δική μου στάση, αλλά η ιστορία αυτής της μηχανής. Της βέσπας.

Μεγάλωσα πάνω σε αυτή τη μηχανή. Κι όχι μόνο στα παιδικά μου χρόνια, αλλά κι αργότερα. Όταν δούλευα σε κάποιο εργοστάσιο στου Ρέντη, κι όταν αργούσα να ξυπνήσω, ως συνήθως, ο πατέρας μου με ξελάσπωνε. Με ανέβαζε στη βέσπα αυτή και με πήγαινε στη δουλειά. Και πάντα, για ό,τι χρειαζόμουν, η βέσπα ήταν πάντα εκεί. Μέχρι που έφυγα από το σπίτι.

Ήξερα πως την κινούσε ως γνήσιος βεσπάκιας, ούτε κράνη, ούτε άδειες ούτε μαλακίες. Αλλά φαίνεται πως οι μπάτσοι έπεσαν πολλοί κι έκαναν έλεγχο ακόμα και στους πατεράδες τους. Εκεί ήταν που αποφάσισε να την παρατήσει κάτω από το σπίτι. Τι να πληρώνουμε; Εδώ δεν έχουμε για τα βασικά. Και η ελευθερία της βέσπας, έμεινε στα αζήτητα. Και φυσικά, περιορίστηκε και η δική μας ελευθερία. Δεν γίνεται να πας για τσιγάρα και να σε σταματάνε οι μπάτσοι για τα σχετικά. Αλλά αυτό, όπως αποδείχτηκε  ήταν μεγάλο λάθος.

Παρατημένη κάτω από το σπίτι να τη βλέπουν όλοι για χρόνια, και χρόνια να μην κινείται, κάποια κλεφτρόνια πήραν την απόφαση. Κι όταν έχεις αφήσει κάτι εκεί και το θεωρείς δεδομένο, δεν υπάρχει. Ακόμα κι αν λείψει, δεν το καταλαβαίνεις. Έχεις την εντύπωση πως είναι εκεί. Κι έτσι ένα βράδυ, ένας φίλος μου το επισήμανε. Πού είναι η βέσπα του πατέρα σου; Κι εγώ του είπα: εκεί είναι. Κι όταν περάσαμε από το σπίτι, δεν ήταν τίποτε εκεί. Η απώλεια μπροστά μας. Ένα κενό.

Ήταν πια ξεκάθαρο. Την πήραν για ανταλλακτικά. Κι όταν γυρνούσε ο πατέρας και ρωτούσε στα καφενεία της περιοχής, όλοι ήξεραν και κανείς δεν ήξερε. Δεν βγάζεις άκρη.

Το ζήτημα όμως παραμένει, και θα παραμείνει για όσο ζούμε: Η βέσπα στην οποία μεγάλωσα, δεν υπήρχε πια. Και ο πόνος, κι ας μην έμαθα ποτέ να την οδηγώ. Σαν να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο. Και δεν έχει σημασία ποιος φταίει, όλοι μας φταίμε. Αλλά αυτή η απώλεια, όταν έχεις κάτι για μια ζωή και ξαφνικά έρχεται κάποιος και σου το παίρνει… δεν μπορείς να το δεχτείς. Δεν είναι η βέσπα, αλλά ένα κομμάτι της ζωής σου που έχει κλαπεί. Κι αυτό, όσο κι αν θες, είναι δύσκολο πολύ να το αντιμετωπίσεις.