Η παράνοια και η διάνοια τρέφονται από το ίδιο πιάτο. Έναν ευφυή νου που δεν ανέχεται κατεστημένο και δεδομένα, γι' αυτό και τα ανατρέπει.
(Χ-έγερση υποσυνειδήτου)
Did you hear the news about Edward? On the back of his head he had another face Was it a woman's face or a young girl? They said to remove it would kill him So poor Edward was doomed
The face could laugh and cry It was his devil twin And at night she spoke to him Things heard only in hell But they were impossible to separate Chained together for life
Finally the bell tolled his doom He took a suite of rooms And hung himself and her from the balcony irons Some still believe he was freed from her But I knew her too well I say she drove him to suicide And took poor Edward to hell
Ακούσατε τα νέα για τον Edward;
Πίσω στο κεφάλι του, είχε ένα άλλο πρόσωπο
Ήταν γυναίκας ή νεαρού κοριτσιού;
Είπαν πως αν το αφαιρούσε θα πέθαινε
Έτσι ο φτωχός Edward ήταν καταδικασμένος
Το πρόσωπο αυτό μπορούσε να γελάει ή να κλαίει
Ήταν ο δίδυμος δαίμονάς του
και τις νύχτες του έλεγε
πράγματα που μόνο στην κόλαση μπορούσαν να ακουστούν
Το Straw Dogs magazine είναι ένα περιοδικό για τις τέχνες
με έδρα του την Κύπρο. Την ύλη του καλύπτουν πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες από
τον χώρο της ποίησης, πεζογραφίας, ζωγραφικής, φωτογραφίας, μουσικής,
κινηματογράφου, κ.α. Σκοπός του περιοδικού είναι να αναδείξει νέα παιδιά που
θέλουν να παρουσιάσουν την δουλειά τους για πρώτη φορά σε μορφή εντύπου.
Υπεύθυνοι για αυτό το εγχείρημα είναι ο Γιάννης Ζελιαναίος και η Γιώτα Παναγιώτου.
Επίσης, στο παραπάνω mailμπορείτε να επικοινωνήσετε με το
Γιάννη και τη Γιώτα και να στείλετε μέρος της δουλειά σας αν επιθυμείτε να συμμετέχετε σε ένα από τα επόμενα τεύχη.
Το πρώτο τεύχος φιλοξένησε και μια συζήτηση/συνέντευξη που
φτιάξαμε με το Γιάννη καθώς και μέρος της δουλειάς μου.
Παραθέτω ένα απόσπασμα της συζήτησης αυτής:
Η Νόσος της Ποίησης
μέσα από τις Εμπειρίες ενός Πνιγμένου
Περιπλανώμενος κάπου μεταξύ Αθήνας και
Ρεθύμνου, ατόφιο «μπάσταρδο» παιδί της γενιάς του ’78, ο Χρήστος Ζάχος πάντα με
μια μποτίλια ρακή στη τσέπη, ξεκίνησε να γράφει ποίηση από τα δεκατέσσερά του
όταν και αντίκρισε το στίχο ενός ποιήματος του αγαπημένου του Κώστα Καρυωτάκη
στο θρανίο του σχολείου. Τα πάντα πήραν τον δρόμο τους από εκεί και πέρα κι
όταν καμιά φορά δεν θρόνιαζε τις λέξεις στο χαρτί, πάλευε στα δωμάτια με την
δεύτερη αγαπημένη του τέχνη, τη ζωγραφική.
Γνωρίστηκα μαζί του όπως γνωρίζονται και οι
περισσότεροι καλλιτέχνες σήμερα. Μέσα από τα ιστολόγια που κρατάει του ζήτησα
να μου στείλει τα βιβλία του κι ανταποκρίθηκε άμεσα. Αλλεπάλληλα mail ακολούθησαν όπου και μοιραστήκαμε τις ίδιες ανησυχίες, σκέψεις πάνω
στην ποίηση και όχι μόνο. Μέσα από αυτές τις κουβέντες φτιασιδώθηκε και η
παρακάτω κουβέντα που θα διαβάσετε.
Ποια είναι η άποψη σου για την ελληνική ποίηση σήμερα;
Κοίτα… εκδίδονται κάθε
χρόνο πάρα πολλές ποιητικές συλλογές από τις οποίες, δύσκολα ξεχωρίζει κάτι.
Υπάρχουν μάλιστα, δεκάδες ή και εκατοντάδες blogs με ποίηση. Τι
παρακολουθούμε απ' όλα αυτά; Ένα ελάχιστο ποσοστό.
Από αυτά που διαβάζω
και παρακολουθώ, έχω καταλήξει στο εξής:
Ένα μεγάλο ποσοστό
είναι βαρετά και τετριμμένα πράγματα. Υπάρχει όμως και ένα μικρότερο ποσοστό
που ξεχωρίζει έντονα, πεισματικά.
Είναι ορισμένοι νέοι
ποιητές και ποιήτριες που δεν
ενδιαφέρονται για εκδόσεις και λοιπά και με αγριεμένο μάτι
και θολωμένο μυαλό, μέσα στα σκοτεινά τους δωμάτια, κάνουν πραγματική
Ποίηση. Κι αν καμιά φορά κάνουν το λάθος να εκδώσουν (η αιώνια
ματαιοδοξία των καλλιτεχνών) και να μπουν στο "σύστημα"
αυτού του σιναφιού, πληγώνονται και τα παρατάνε. Δεν κάνουν ποίηση για την
ποίηση και τους κριτικούς, αλλά για να σώσουν την ψυχή τους. Για να μην
τρελαθούν. Αυτούς θέλω να γνωρίσω. Σε αυτούς ελπίζω.
Πιστεύεις δηλαδή ότι τον να εκδίδεσαι είναι
λάθος; Προσωπικά θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι πρώτα για να σώσεις τον
κώλο και την ψυχή σου και το να εκδοθείς έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Θεωρώ όμως
μεγάλη ηττοπάθεια να μην μπορείς να αντιμετωπίσεις το έξω και ειδικά το σινάφι.
Απ την στιγμή που τα βγάζεις προς τα έξω αναζητάς κάτι, να γνωρίσεις ομοϊδεάτες
σου όπως σωστά λες. Η γνώμη μου είναι πως άλλο το να σώσεις την ψυχή σου κι
άλλο η έκδοση. Άλλωστεόπωςέλεγεκιένακοινόςμας «φίλος», if you are going to try go all the way. Δεν πιστεύω πως είναι λάθος να εκδίδεσαι,
λάθος είναι η αντιμετώπιση των εκδοτών προς τους συγγραφείς τους. Πηγαίνεις σε
κάποιον εκδότη με μια βαλίτσα όνειρα και καταφέρνει να στα καταρρίψει από την
πρώτη κιόλας συνάντηση. Ζητάνε υπέρογκα
ποσά για την έκδοση, διαφήμιση, διακίνηση – υποτίθεται – του βιβλίου και αφού
τα πάρουν, αδιαφορούν και δεν κάνουν τίποτα. Ίσως να μην είναι όλοι έτσι, ίσως
να υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά…
Οι περισσότεροι είναι έμποροι και στυγνοί
επιχειρηματίες που δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη και την λογοτεχνία, παρά
μόνο για το πόσα θα πουλήσουν. Αν πουλάει ο τσελεμεντές και βιβλιαράκια του
τύπου «κάντο μόνος σου», αυτά θα βάλουν στο “μαγαζί” τους. Αν τους πεις για
ποίηση, θα σου πουν: «Η ποίηση και το διήγημα δεν πουλάνε! Γράψε κάνα
μυθιστόρημα, ελαφρύ, τύπου “άρλεκιν”, και θα στο μοσχοπουλήσω!». Απογοητεύεσαι
και πας και βρίσκεις κάποιον που εκδίδει ποίηση και χαίρεσαι που δέχτηκε να
“συνεργαστείτε”. Μετά βλέπεις κι αυτός τα ίδια κάνει και αναρωτιέσαι: γιατί δεν
έκανα αυτοέκδοση; Η αυτοέκδοση είναι μια καλή λύση για να αποφύγεις την
αυθαιρεσία των εκδοτών, αλλά κι εκεί, πρέπει να μάθεις να κάνεις μόνος σου τη
διακίνηση – πράγμα ψυχοφθόρο για τους καλλιτέχνες.
Λοιπόν, τι λύση υπάρχει; Να βρεις κάποιον
σωστό εκδότη που θα πιστέψει σε σένα και θα προωθήσει το έργο σου. Ουτοπικό δεν
ακούγεται αυτό; Δεν ξέρω. Θέλει πολύ προσοχή και ψάξιμο αν κάποιος αποφασίσει
να εκδώσει.
Αλλά το κακό – ή καλό – με τους καλλιτέχνες,
είναι πως κανείς δεν κρατάει το έργο του για τον εαυτό του. Θέλει να το
μοιραστεί για να ελαφρύνει η ψυχή του. Νοιώθει υποχρέωση να βγει προς τα έξω, να
εκδοθεί. Ναι. Όπως και οι πουτάνες. Άλλωστε, λόγω της έκδοσης δεν έχουμε πιάσει
αυτή την κουβεντούλα;
(...)
Πάμε λίγο το πράγμα απ’ τα γεννοφάσκια του. Πότε ξεκίνησες να γράφεις
και που, το που στο ρωτάω γιατί πάντα αυτοί που γράφουν έχουν ένα αγαπημένο
μέρος που κάθονται και «παλεύουν» με το χαρτί, το γιατί γράφεις δεν θα στο
ρωτήσω γιατί το θεωρώ ηλίθιο. Απ’ την
άλλη διαβάζοντας τα βιβλία σου ήταν σαν να είδα περιόδους σημαντικές στη ζωή
σου, που τις έβαλες κάτω για να τις «ξεματιάσεις». Κι ένα δεύτερο σκέλος, πότε
ξέρεις ότι ένα ποίημα που ΄χεις γράψει είναι καλό για σένα;
Πότε ξεκίνησα… χμ…
Ήμουν 14άρων και στο θρανίο του σχολείου
κάποιος είχε γράψει “Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού
δακρύσει…” και από κάτω Κ.Καρυωτάκης. Με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, που την
επόμενη πήγα και πήρα το βιβλίο του με τα ποιήματα και τα πεζά.
Κάθε βράδυ λοιπόν, την ώρα που έπεφταν όλοι
για ύπνο, έπαιρνα το βιβλίο, πήγαινα στο σαλόνι και το διάβαζα αργά, να
μπορέσει να με συνεπάρει, να νοιώσω τον οίστρο του ποιητή. Έπειτα το έκλεινα
και σε ένα τετράδιο άρχιζα να σκαρώνω τα δικά μου ανορθόγραφα και αδέξια
στιχάκια. Αυτό υπήρξε η αρχή και συνέχισα μέχρι τα 17. Μετά σταμάτησα να γράφω.
Έχει ο
καιρός γυρίσματα όμως, και γύρω στα 25 μου χρόνια, άρχισα να γράφω ξανά.
Συνέχισα με πάθος και έγραφα σχεδόν κάθε μέρα. Ίσως να έφταιγε και η
κατάθλιψη εκείνον τον καιρό, δεν ξέρω.
Στα 30 μου, είχα μαζέψει το υλικό της «Νόσου»
και του «Κραταιά» τα οποία εξέδωσα το 2009. Το «κραταιά», είχε αρχικό τίτλο «Η
μούσα και ο ποιητής» και βγήκε σε περιορισμένα αντίτυπα (15;). Το 2010 το επανεκδίδω
αλλάζοντας τον τίτλο σε «κραταιά ως θάνατος αγάπη», σε 50 αντίτυπα. Άστο να
γίνει σπάνιο αυτό – εξάλλου είναι πολύ προσωπικό και δεν το προώθησα καθόλου.
Την επόμενη χρονιά, άλλαξα εκδοτικό και εξέδωσα το «Εμπειρίες». Αλλά κάτσε, εσύ
κάτι άλλο με είχες ρωτήσει…
Α, το πού γράφω. Συνήθως στον υπολογιστή στο
καθιστικό. Αλλά γράφω και σε χαρτί και έξω από το σπίτι, στα ταξίδια και
οπουδήποτε βρεθώ. Όχι συχνά όμως, όχι όπως παλιά. Δεν προσδοκώ να γράψω, απλά
περιμένω. Και όταν έρθει η θεά της έμπνευσης, αρπάζω το στυλό και προσπαθώ να
την απαθανατίσω. Κάτι σαν φωτογραφία ή σχέδιο της στιγμής.
Κι όσο για το πότε γνωρίζω αν ένα ποίημα είναι
καλό… από τη σύλληψή του. Κάποια ποιήματα – το ξέρω πως ήταν καλά – δεν πρόλαβα να τα καταγράψω κι έτσι, χάθηκαν.
Αυτά που έχουν γεννηθεί κάτω από περίεργες ή και άσχημες καταστάσεις, το ξέρω,
είναι καλά. Κάποια άλλα που προσπάθησα να γράψω, αλλά η θεά της έμπνευσης είχε
φύγει, το ξέρω, είναι κακά. Αλλά, δεν πετάω ποιήματα. Τα αφήνω στο τετράδιο και
κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, γυρνάω σε αυτά και θυμάμαι…
Αλλά, όταν βάζεις την ψυχή σου σε κάτι,
γίνεται να μην είναι καλό; (...)
Τι σε τρομάζει στο γράψιμο περισσότερο σε σχέση με τον εαυτό σου; Και
τι περιμένεις από την ποίησή σου; Εντάξει δυο οι ερωτήσεις αλλά έτσι κι αλλιώς
όλο κλέβουμε…
Αφού γουστάρουμε την παρανομία, τι λες τώρα…
Λοιπόν.
Στο γράψιμο δεν με τρομάζει τίποτα. Ίσως η
γραφή μου να τρομάζει κάποιους άλλους – κυρίως κοντινά μου πρόσωπα. Αλλά αυτοί
που τρομάζουν, είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ή το βλέπουν συναισθηματικά.
Στα γραπτά μου, έχω πεθάνει κάμποσες φορές και άλλες τόσες έχω βγάλει τη γλώσσα
στο θάνατο. Όταν όμως κάποιος δικός σου διαβάζει για το θάνατό σου, δεν μπορεί
να το δει λογοτεχνικά. Συναίσθημα βλέπεις…
σε γνωρίζει, σε αγαπά.
Με τη γραφή ξορκίζω καταστάσεις και ό,τι με
βαραίνει. Το βγάζω, αλαφρώνω, και ανήκει στο παρελθόν, έχοντας αφήσει ένα
σημάδι. Ένα ποίημα ή διήγημα. Με αυτόν τον τρόπο αυτοθεραπεύομαι και το μόνο
που μένει, είναι η τέχνη. Το ίδιο και με τους πίνακες. Πόσες φορές που ένοιωθα
σκατά, δεν πήρα καμβάδες και χρώματα να ξεσπάσω πάνω τους; Και τι έμεινε μετά;
Ένας πίνακας.
Η τέχνη λοιπόν, λειτουργεί σαν αυτοθεραπεία.
Αν δεν έκανα τέχνη, θα ήμουν νεκρός. Αν δεν αφηνόμουν στα πάθη μου (έρωτα,
ποτό, τέχνη, αμπελοφιλοσοφίες…), πάλι νεκρός θα ήμουν.
Τι περιμένω από την ποίηση μου; Να συνεχίσω να
νοσώ από αυτήν και θεραπεία ποτέ να μη βρω. Να γράφω. Όσο είμαι ζωντανός να
γράφω. Να ξορκίζω τις κακές στιγμές και να υμνώ τις όμορφες. Άλλωστε, Η ποίηση είναι νόσος. Αν δεν πάσχεις από
ποίηση, δεν μπορείς να κάνεις ποίηση*.
Κι αν κάποιος μπορέσει και εκφραστεί ή
εμπνευστεί μέσα από τα γραπτά μου, αυτό μου προκαλεί μια ενδόμυχη ικανοποίηση.
Τι θα ήταν οι καλλιτέχνες χωρίς το ναρκισσισμό τους;
Δεν επιχείρησα ποτέ να μάθω να γράφω ή να
ζωγραφίζω. Το έκανα χωρίς να ξέρω. Το έκανα για να μην τρελαθώ, για να
παραμείνω ζωντανός. Έτσι συνεχίζω λοιπόν, και για αύριο, δεν ξέρω τίποτα.
(…)
Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στην έντυπη μορφή του
περιοδικού.
Παραθέτω και μια παρουσίαση, όπως έγινε στην εκπομπή "Εντέχνως".
Καλή συνέχεια σε όλους.
Δυο λόγια για την έκθεση και την μουσικοποιητική βραδιά την ημέρα των εγκαινίων στο συνεταιριστικό καφενείο "Χαλικούτι".
Πρότεινα λοιπόν στα παιδιά που διαχειρίζονται τον χώρο, να έπαιρνα μερικούς πίνακες από το σπίτι μου και να τους τοποθετούσα εκεί. Μου απάντησαν πως μια φορά τη βδομάδα κάνουν συνέλευση και συναποφασίζουν και πως, αν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να πάω και να τους το προτείνω. Έτσι κι έγινε λοιπόν, τους το πρότεινα, δέχτηκαν, κανονίσαμε ημέρα και ώρα, σχεδιάσαμε την αφίσα και λοιπές λεπτομέρειες. Η δεύτερη πρόταση ήταν, την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης να στήναμε παράλληλα μια μουσικοποιητική βραδιά όπου θα απήγγειλα με συνοδεία ακουστικής κιθάρας. Συμφωνήσαμε λοιπόν.
Ενημέρωσα το φίλο μου το Γιάννη, όπου έχουμε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, και μου πρότεινε να φέρει κι έναν άλλο φίλο που παίζει πλήκτρα και πως θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιούσε ο ίδιος ηλεκτρική κιθάρα. Για τον συντονισμό των οργάνων και της φωνής, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να γίνουν πρόβες. Όπως και κάναμε. Βρεθήκαμε 3 φορές και καταφέραμε να γράψουμε 10 περίπου κομμάτια. Χρησιμοποιήσαμε βέβαια και κάποια που είχαν ήδη γράψει τα παιδιά καθώς και 2 κομμάτια των floyd. Τέλος πάντων, χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε να κάνουμε μελοποίηση των ποιημάτων.
Τη βραδιά των εγκαινίων, νομίζω δώσαμε τον καλύτερο μας εαυτό και περάσαμε πρωτίστως, εμείς καλά. Αυτό, απ' ό,τι κατάλαβα, το βγάλαμε προς τα έξω και καταφέραμε μια όμορφη βραδιά.
Το απόσπασμα που ακολουθεί δεν νομίζω πως μεταφέρει το ηλεκτρισμένο κλίμα, την εικόνα και τον ήχο που είχαμε, αλλά οι φίλοι που δεν κατάφεραν να έρθουν, μπορούν να πάρουν μια "γεύση" του τι συνέβη εκείνη την ημέρα.
έχοντας στήσει το χώρο
μικρή πρόβα πριν αρχίσει να έρχεται ο κόσμος
πού έπεσε ρε παιδιά;
σοβαρά; για κούνα το κεφάλι σου...
κάποιοι καμβάδες χωρίς τελάρο,
τα βιβλία
και το τετράδιο εντυπώσεων
το τετράδιο εντυπώσεων
(λογοπαίγνιο με νότες Μι Λα Ρε)
Μίλα Ρε!!!!
αρχίζει να μαζεύεται ο κόσμος
Κάποιος μας κοιτάει απ' έξω
Να περιμένουμε λίγο ακόμα, θα έρθουν κι άλλοι...
μικρό οπτικοακουστικό απόσπασμα
Ακούγονται τα ποιήματα
"Η συντροφιά του ποιητή"
και
"Ίσως να είναι τα χρώματα που παίρνει ο ουρανός σαν ξημερώσει η μέρα"
Η λήψη έγινε από φωτογραφική μηχανή κι έτσι, η εικόνα και ο ήχος, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεν είναι όμως και τόσο άσχημα, μπορείτε να πάρετε μια ιδέα.
Πολύ πιθανό να τα ηχογραφήσουμε κάποια στιγμή, σε στούντιο (ή σε home studio)
Όταν λοιπόν αποφασίσουμε κάτι τέτοιο, θα σας ενημερώσω μέσω αυτού του μπλογκ.
κι
ένα σακίδιο με την οδοντόβουρτσα και τη χτένα μου
Όταν
όμως είμαι καλό σκυλάκι,
ίσως
μου πετάξουν κάνα κόκαλο…
Έχω
ελαστικά κορδόνια να μου κρατάνε τα παπούτσια
Έχω
κι αυτά τα θλιβερά πρησμένα χέρια
Έχω
13 κανάλια και μαλακίες να επιλέξω στην τηλεόραση
Έχω
ηλεκτρικό φως
και
εναλλακτική ματιά
έχω
φανταστικές δυνάμεις διορατικότητας
κι
έτσι γνωρίζω πως
όταν
προσπαθήσω να σε πάρω τηλέφωνο
δεν
θα απαντάει κανείς
Έχω
την επιβλητική αφάνα του Hendrix
κι όλες
αυτές τις τρύπες από καύτρες
πάνω
ως κάτω στο αγαπημένο μου σατέν πουκάμισο
Τα
δάχτυλά μου, κίτρινα από τη νικοτίνη
Κι
ένα ασημένιο κουτάλι σε αλυσίδα
Έχω
ένα γέρικο πιάνο που θα στηρίξει τη σορό μου
Άγριο και διαπεραστικό το βλέμμα μου
Έχω μια έντονη επιθυμία να πετάξω
μα
δεν έχω πουθενά να πάω
Ω
μωρό μου, όταν σηκώσω το τηλέφωνο
Ξέρω
πως δεν θα είσαι εκεί
Έχω
ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες
Κι ένα ξεθωριασμένο παρελθόν
I've got a little black book with my poems in
I've got a bag with a toothbrush and a comb in
When I'm a good dog they sometimes throw me a bone in
I got elastic bands keeping my shoes on
Got those swollen hand blues.
Got thirteen channels of shit on the T.V. to choose
from
I've got electric light
And I've got second sight
I've got amazing powers of observation
And that is how I know
When I try to get through
On the telephone to you
There'll be nobody home
I've got the obligatory Hendrix perm
And I've got the inevitable pinhole burns
All down the front of my favourite satin shirt
I've got nicotine stains on my fingers
I've got a silver spoon on a chain
I've got a grand piano to prop up my mortal remains
I've got wild staring eyes
I've got a strong urge to fly
But I've got nowhere to fly to
Ooooh Babe when I pick up the phone
There's still nobody home
I've got a pair of Gohills boots
And I've got fading roots.
Αυτό το κομμάτι των Floyd, με είχε σημαδέψει από μικρό παιδί. Η πρώτη φορά που το άκουσα θα ήταν το 1992 στα 14 μου χρόνια. 20 χρόνια μετά, είπα να επιχειρήσω μια μετάφραση για να το αποδώσω όπως το έχω αισθανθεί. Πάει καιρός που το επιχείρησα - το περασμένο καλοκαίρι αν θυμάμαι καλά. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν καλό, το έστειλα σε φίλους και γνωστούς που γνωρίζουν καλά αγγλικά να μου πουν τη γνώμη τους, και περίμενα να ωριμάσει. Ουσιαστικά, δεν μου έκαναν κάποια διόρθωση, αλλά όλοι μου είπαν πως, η τέχνη της μετάφρασης - και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ποιητικούς στίχους - δεν είναι εύκολη δουλειά και πως ο κάθε μεταφραστής θα το έκανε διαφορετικά, σύμφωνα με την αντίληψή του. Έτσι λοιπόν, αφού το παίδεψα έτσι κι αλλιώς, αποφάσισα να το αφήσω όπως το είχα φτιάξει εξ' αρχής. Κι εδώ λοιπόν, αποφάσισα να σας το παρουσιάσω.
Υ.Γ. Τα πνευματικά δικαιώματα σε αυτό, όπως και σε όλα τα άλλα που έχω αναρτήσει, είναι κατοχυρωμένα. Το αναφέρω αυτό αναγκαστικά, καθώς γνωρίζω πως το κομμάτι αυτό είναι πολύ γνωστό και θα κάνει τον κύκλο του στο διαδίκτυο. Με την ευκαιρία λοιπόν, δείτε και ολόκληρη την ταινία The Wall
Μετάφραση ενός ποιήματος του φίλου Βukowski που πέτυχα τυχαία κάπου στο διαδίκτυο.
Παρόλο που έχω όσα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, παρόλο που γνωρίζω μεγάλο μέρος της δουλειάς του στα αγγλικά, αυτό το ποίημα δεν θυμάμαι να το είχα πετύχει πουθενά. Το πέτυχα κάπου τυχαία στο διαδίκτυο. Έτσι αποφάσισα να το μεταφράσω.
Ο πίνακας είναι δικός μου. Δηλαδή, δική μου προσπάθεια να φτιάξω το πορτραίτο του Μπουκόφσκι. Θα έχουν περάσει κι 6 μήνες από τότε...
Πήρα το τετράδιο. Το πήρα γιατί περνάνε από το νου μου ένα σωρό σκέψεις και δεν καταγράφω καμιά. Ήδη έχω χάσει ένα διήγημα και 2-3 ποιήματα. Τώρα έχω τα εφόδια. Γι να δούμε.
Ουίσκι, πάγο, ένα ποτήρι νερό, τσιγάρα και TomWaits στο στέρεο. Αν το δυναμώσω λίγο θα αρχίσει να κινείται. Μπορεί και να πέσει. Άστο για την ώρα, δεν είναι αυτό σκοπός. Τσιγάρο, κι άλλο τσιγάρο. όταν δεν έχω τετράδιο γράφω ένα σωρό πράγματα στον αέρα κι όταν το πιάνω, δεν έχω να γράψω τίποτα. Τα παρατάω. Ας με οδηγήσει όπου θέλει αυτό.
Μόλις παρατήρησα πως κρατάω το στυλό σαν πινέλο, από ψηλά. Όλες οι δασκάλες, μου έλεγαν πως δεν το κρατάω σωστά κι όποιος άλλος με βλέπει, απορεί πώς γράφω. Είναι απλό. Πιάνω το στυλό και γράφω. Όπως με βολεύει. Τι θες; Καμία επιστημονική εξήγηση; Μα, μου τη δίνει όταν φτάνω στις τελευταίες γραμμές. Το χέρι μου βρίσκεται στον αέρα. Γυρνάω σελίδα να βολευτώ. Τώρα μάλιστα. Α, και το σπιράλ στο πλάι με ενοχλεί. Θα πρέπει να εφεύρω κάτι άλλο. Ένα σεντόνι ίσως που θα το απλώνω στο πάτωμα και δεν θα ενοχλούμαι, ούτε από το σπιράλ, ούτε από το τέλος της σελίδας. Θα έχω χώρο, όχι απεριόριστο, αλλά τουλάχιστον, πολύ μεγαλύτερο. Γράφω και στο πάτωμα άμα λάχει. Αλλά εγώ, άλλα ήθελα να πω. Δεν θυμάμαι τι. Άντε γεια μας.
Έριξα μια ματιά στην ώρα. Καλά είναι, σας χαιρετάει. Λέει 5:35. Μάντεψε. Μεσημέρι ή βράδυ; Έχασες. Πρωί είναι! Ποιος άλλωστε μπορεί να γράψει τη μέρα; Κανείς. Φτάνει να μη με προλάβει το φως και σταματήσω για να χαζέψω τον ουρανό και τις απέναντι πολυκατοικίες. Όλη η τέχνη δημιουργείται όσο υπάρχει σκοτάδι. Τις ώρες που όλοι κοιμούνται και τα φαντάσματα έρχονται να κάτσουν μαζί σου. Θέλουν παρέα κι αυτά κι έχουν πολλά να πουν. Φτάνει να δώσεις προσοχή και να τα ακούσεις.
Τα γράμματά μου είναι ορνιθοσκαλίσματα. Ελπίζω να βγάλω άκρη αύριο. Αλλά, τι με νοιάζει; Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πεθάνεις στον ύπνο σου. Αλλάζω συνεχώς πρόσωπα. Πρώτο ενικό, δεύτερο ενικό, ξέρω ’γω τι, πληθυντικό. Δεν έχει σημασία. Καταλαβαίνετε εσείς, έτσι; Αλλά, κοίτα τι κρίμα. Δεν κατάφερα να καταγράψω τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν. Ήταν ωραία, αλήθεια σας το λέω. Στα αρχίδια σας, έτσι; Έτσι. Μια από τα ίδια.
Όταν χάνω την έμπνευση, θυμάμαι την αυτόματη γραφή. Γράφεις χωρίς να σκέφτεσαι και σκέφτεσαι χωρίς να γράφεις. Κάτι λάθος έχει αυτό, αλλά σίγουρα όχι το “σκέπτομαι και γράφω”. Τι μαλακίες βάζουν στα παιδιά; Αλλά αυτά, σοφά σαν είναι, ξεπετούν πρόχειρα τις εργασίες και βγαίνουν στην αυλή να πλακωθούν. Ή να καπνίσουν. Ή να πάρουν μάτι τη συμμαθήτριά τους στην τουαλέτα. Αλλά, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ έχω ουίσκι, τετράδιο, στυλό, και τον EricBurdonνα παίζει. Α, ξέχασα να πω, άλλαξα δίσκο. Ο Tom τελείωσε λίγο πιο πριν. Πολύ σεξουαλικό δεν ακούγεται αυτό; Ακόμα κι ας μην είναι. Θα ήταν καλύτερο να έλεγα πως “τελείωσε” η Σκλοναρίκοβα. Ή εγώ. Ή μαζί. Αυτό ντε, θα ήταν όλα τα λεφτά. Τρόπος του λέγειν. Φράγκα, μηδέν. Οπότε, καταλήγουμε και πάλι στο μηδέν.
Αλλά εντάξει. Το άλλαξα τώρα σε Santana. Τα παλιά φυσικά. Γουστάρω καλύτερα. Και δε με νοιάζει πόσο έχει γεράσει ή πόσο μαλάκας έχει γίνει. Η μουσική του γαμάει. Κι εκεί είναι όλη η ουσία, στο “γαμάει”. Ποιος, τι, πώς, δεν έχει σημασία. Καμιά. Σημασία έχει να περνάμε καλά. Από κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν για να μας ξενερώνουν. Αλλά εμείς δεν ξενερώνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη. Σωστά;
Δε θυμάμαι όμως τι ήθελα να γράψω. Δεν πειράζει, συνεχίζω.
...από δύο Κερκυραίους Ζωγράφους, στην «Κερκυραϊκή Πινακοθήκη».
Tη Δευτέρα, 3 Σεπτεμβρίου (και ώρα 8.30 το βράδυ) εγκαινιάζετε στην «Κερκυραϊκή Πινακοθήκη» (Ιωάννου Θεοτόκη 77 / Κέρκυρα) μια πολύ ενδιαφέρουσα Έκθεση Ζωγραφικής, που έχει σαν τίτλο... «H ζωή είναι ωραία και ο θάνατος θλιβερός». Οι ζωγράφοι P.S.Mavro/Stavriotis - Γιώργος Α. Μικάλεφ, ανοίγουν την φετινή Χειμερινή Εικαστική περίοδο της «Κερκυραϊκής Πινακοθήκης» παρουσιάζοντας τα νέα ζωγραφικά έργα τους. Οι καλλιτέχνες δούλεψαν προγραμματισμένα με «κοινό τίτλο»... αλλά ο κάθε ένας με το δικό του πρωτότυπο τρόπο. Το αποτέλεσμα τελικά και αυτής της εικαστικής συνεργασίας τους... τουλάχιστον μας «εκπλήσσει» και μας «προβληματίζει»
Ο P.S.Mavro/Stavriotis (ο «παλαιότερος») ζωγραφίζει επάνω σε κοινές χαρτόκουτες συσκευασίας «Προθανάτια, Επιθανάτια, Μεταθανάτια» έργα... και λέει για τη ζωγραφική του... «Προβληματίζομαι, το τελευταίο καιρό, πάνω στο τρίπτυχο «Προθανάτια, Επιθανάτια, Μεταθανάτια». Όλος αυτός ο προβληματισμός, μου έδωσε θέμα για ζωγραφική. Φιλοτέχνησα έργα με θέμα «Ο Θάνατος είναι άσχημος», «Oι αρχέγονοι θεοί του Θανάτου», ή «Τα αρχαία θεϊκά ζευγάρια» κλπ... Αυτά τα έργα μου, είναι ζωγραφισμένα επάνω σε ταπεινές - φτωχές - χαρτόκουτες συσκευασίας με ακριλικά χρώματα και λαδοπαστέλ. Τη βασική φόρμα - στάση - των έργων την έδωσε το όρθιο ανάπτυγμα της χαρτόκουτας, πάνω στην οποία και είναι ζωγραφισμένες οι Αρχέγονες φιγούρες μου...».
Ο Γιώργος Μικάλεφ (ο «νεότερος») ζωγραφίζει επάνω σε χαρτί... «Ευοίωνα και δυσοίωνα στιγμιότυπα καθημερινότητας», όπως λέει ο ίδιος και συμπληρώνει... «Ως καλλιτέχνης μπορεί να διακατέχομαι από την εμμονή ενός επικείμενου πιθανού «ψυχικού ακρωτηριασμού» της γενιάς μου... αλλά δεν παύω να βλέπω και τη χαρά της απλής ζωής, του έρωτα, της προσφοράς, της φιλίας και της δημιουργικότητας. Στα έργα μου ζωγραφίζω «ευοίωνα στιγμιότυπα» να συνυπάρχουν μαζί με τα «δυσοίωνα». Κατά κάποιο τρόπο - τα «ευοίωνα» ξορκίζουν τα «δυσοίωνα»! ...και όλα αυτά γιατί πιστεύω πως, τελικά «ανάμεσα στο καλό και στο κακό, θα βρεθεί η ισορροπία, μία ισορροπία σαν αυτή που επικρατεί ανάμεσα στους «Αμνούς» και τους «Γνώμους» που αγαπώ να ζωγραφίζω κατά καιρούς!»
Τα έργα παρουσιάζονται ως ενότητα, στην Iδιωτική «Kερκυραϊκή Πινακοθήκη» του Mιχαήλ Aγγέλου Βραδή. (Ιωάννου Θεοτόκη 77 / Κέρκυρα) από τις 3/9/12 - έως τις 19/11/12.
...........................
Eυχαριστούμε εκ των πρότερων τόσο για την παρουσία σας στα Eγκαίνια της Έκθεσης...
όσο και για την προβολή αυτής της καλλιτεχνικής εργασίας.